Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΧΡΗΜΑ VOLLGELD

Η ελβετική πρωτοβουλία



Συνεχίζοντας, η «πρωτοβουλία για την υιοθέτηση του πλήρους χρήματος» στην Ελβετία (Vollgeld-Initiative), μία οργάνωση δηλαδή που ασχολείται ενεργά με το θέμα, συγκεντρώνοντας υπογραφές Πολιτών, απαιτεί το μονεταριστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, έτσι ώστε να πάψουν να υπάρχουν οικονομικές κρίσεις  – τοποθετούμενη στα εξής τρία κεντρικά σημεία:
(α)  Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNBανήκει πλειοψηφικά κατά 52% στα καντόνια και στις τράπεζες τους, ενώ είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο – πηγή) οφείλει να έχει το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης χρημάτων – είτε σε φυσική, είτε σε ηλεκτρονική μορφή. Οι ιδιωτικές (εμπορικές τράπεζες) δεν πρέπει να δημιουργούν χρήματα από το πουθενά, δανείζοντας μόνο τις καταθέσεις των πελατών τους.
(β)  Η έκδοση χρημάτων πρέπει να πάψει να είναι συνδεδεμένη με το χρέος της οικονομίας και της κοινωνίας.
(γ)  Τα κέρδη από την έκδοση χρημάτων πρέπει να οδηγούνται στα κρατικά ταμεία –  έτσι ώστε να «ανακουφίζουν» τον προϋπολογισμό και να ωφελούν το κοινωνικό σύνολο.
Κατά την ελβετική πρωτοβουλία και τα τρία παραπάνω στοιχεία είναι «ιστορικά ριζωμένα» στη χώρα, ενώ το φράγκο ήταν ουσιαστικά «κατασκευασμένο» για πάρα πολλά χρόνια, είχε σχεδιαστεί από την αρχή δηλαδή ως πλήρες χρήμα – οπότε πρέπει να επανέλθει στη συγκεκριμένη του μορφή.
Δημιουργήθηκε το 1848 με τη μορφή του ασημένιου νομίσματος, όταν στην καινούργια τότε ιδρυθείσα ομοσπονδιακή δημοκρατία, δόθηκε από το σύνταγμα το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης του. Η ομοσπονδία παρακολουθούσε, επόπτευε καλύτερα την εκτύπωση των νομισμάτων, καθορίζοντας το περιεχόμενο τους σε ασήμι. Το ασημένιο φράγκο ήταν ένα ασφαλές και χωρίς χρέη νόμισμα, η αξία του οποίου αντιπροσώπευε το περιεχόμενο του στο ευγενές μέταλλο.

Ιστορική αναδρομή   

Το επόμενο κεφάλαιο στην ιστορία του ελβετικού φράγκου ξεκίνησε με τη χρήση των χαρτονομισμάτων, ως μέσο συναλλαγής – η οποία αναπτύχθηκε ραγδαία, στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Κάθε τράπεζα τότε μπορούσε να τυπώνει μόνη της χαρτονομίσματα, τα οποία είχαν ως αντίκρισμα το ασημένιο φράγκο – ανταλλασσόταν δηλαδή με αυτό, αποτελώντας από νομικής πλευράς ένα υποκατάστατο των χρημάτων.
Εν τούτοις πολλές τράπεζες δεν ήταν πρόθυμες να ρευστοποιήσουν τα χαρτονομίσματα άλλων τραπεζών – ή απαιτούσαν μία σημαντικά ακριβότερη τιμή. Ορισμένες δε αδυνατούσαν να ανταλλάξουν τα χαρτονομίσματα των πελατών τους με ασημένια φράγκα, επειδή είχαν εκδώσει πολύ περισσότερα, από όσα αντιστοιχούσαν στα αποθέματα τους.
Για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα η Ελβετία, σε μία αναθεώρηση του συντάγματος της το 1874, καθόρισε νομικά τις προϋποθέσεις της έκδοσης, της κάλυψης, καθώς επίσης της ανταλλαγής των χαρτονομισμάτων – κάτι που αποδείχθηκε ανεπαρκές, αφού τα μειονεκτήματα της ύπαρξης πολλών κεντρικών τραπεζών (με την έννοια της έκδοσης χάρτινων νομισμάτων), παρέμειναν ως είχαν. Έτσι, τοποθετήθηκε ως στόχος μία θεμελιώδης νομισματική μεταρρύθμιση, μέσω της οποίας το κράτος θα είχε το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων.
Το κοινοβούλιο λοιπόν, με μία επίσημη τοποθέτηση του στις 30 Δεκεμβρίου του 1890, υποστήριξε πως η ύπαρξη πολλών εκδοτριών τραπεζών οδηγεί σε έντονες χρηματοπιστωτικές κρίσεις – επειδή η εμπιστοσύνη στη φερεγγυότητα της κάθε μίας είναι εύκολο να χαθεί, λόγω των πολλών υποκαταστημάτων και των πάσης φύσεως υποχρεώσεων τους, με αποτέλεσμα τυχόν απώλεια της εμπιστοσύνης σε κάποια, να προκαλεί μία ανάλογη απώλεια σε όλες τις υπόλοιπες.
Επομένως, για να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη εμπιστοσύνη, οπότε η χωρίς προβλήματα κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων, θα έπρεπε να υπάρχει μόνο μία τράπεζα – η οποία θα εξέδιδε κατ’ αποκλειστικότητα χαρτονομίσματα, εξυπηρετώντας το κοινωνικό σύνολο. Το βασικό αντικείμενο δε αυτής της «κεντρικής τράπεζας», η οποία θα έπρεπε να είναι ισχυρή, χωρίς να κινδυνεύει από τον υστερόβουλο και μικροαστικό ανταγωνισμό των υπολοίπων, θα ήταν η συνεχής επαφή της με το σύνολο των τραπεζών της χώρας.
Η παραπάνω τοποθέτηση του ελβετικού κοινοβουλίου, οδήγησε στο να δοθεί στο κράτος το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων – μέσω της ψήφισης ενός νόμου από τους Πολίτες της άμεσης δημοκρατίας (18.10.91). Μέχρι να λειτουργήσει όμως η κεντρική τράπεζα (SNB), καθώς επίσης να ασκήσει το μονοπωλιακό δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομισμάτων, πέρασαν αρκετά χρόνια.
Ολοκληρώνοντας, το άρθρο του ελβετικού συντάγματος από το 1891 που αφορά το μονοπώλιο του κράτους στην έκδοση χαρτονομισμάτων αρχίζει ως εξής: «Το δικαίωμα στην έκδοση χαρτονομισμάτων, καθώς επίσης άλλων παρόμοιων χρημάτων, αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του κράτους«. Επειδή τώρα η προσθήκη «άλλων παρόμοιων χρημάτων» αφαιρέθηκε από την αναθεώρηση του 1999 που αφορά τη νομισματική πολιτική, η «Πρωτοβουλία του Πλήρους Χρήματος» απαιτεί να γραφτεί ξανά στο σύνταγμα – κάτι που θα εξηγηθεί στη συνέχεια.

Το κρατικό μονοπώλιο της δημιουργίας χρήματος

Η Ελβετία, από το 1891 έως το 1999 είχε ως κράτος, με βάση το σύνταγμα της, το ολοκληρωτικό μονοπώλιο της δημιουργίας χρημάτων – τόσο όσον αφορά τα μετρητά (μεταλλικά και χάρτινα νομίσματα), όσο και τα «άλλα παρόμοια χρήματα», όπως τα ηλεκτρονικά. Το μονοπώλιο όμως αυτό ήταν μόνο στα χαρτιά – αφού στην πράξη οι τράπεζες δεν το σεβόντουσαν, όταν ξεκίνησαν τις συναλλαγές χωρίς μετρητά, εκδίδοντας ηλεκτρονικά χρήματα.
Έκτοτε η έκδοση ηλεκτρονικών λογιστικών χρημάτων εκ μέρους των ιδιωτικών τραπεζών αυξήθηκε κατακόρυφα– ενώ μετά το 1999 η διαδικασία επιταχύνθηκε, όπως συμπεραίνεται μεταξύ άλλων από την αύξηση των τραπεζικών ισολογισμών (γράφημα).
ΓΡΑΦΗΜΑ-Ελβετία-ισολογισμός-τραπεζών
Σήμερα, τα ηλεκτρονικά χρήματα έχουν μερίδιο της τάξης του 90% των συνολικών χρημάτων που κυκλοφορούν στην Ελβετία – ενώ όλοι οι λογαριασμοί καταθέσεων αποτελούνται κυρίως από αυτού του είδους τα λογιστικά χρήματα, τα οποία εκδίδονται από τις ιδιωτικές τράπεζες.
Το κράτος αποδεχόταν σιωπηρά, έδειχνε ανοχή δηλαδή για πάρα πολλά χρόνια, όσον αφορά τη συγκεκριμένη λειτουργία των τραπεζών, η οποία δεν ήταν «συμβατή» με τις επιταγές του συντάγματος – ενώ με την αναθεώρηση του 1999 το σύνταγμα προσαρμόσθηκε στην πράξη, αντί να συμβεί το αντίθετο, χωρίς να γίνει θέμα δημόσια η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, εκ μέρους των ιδιωτικών τραπεζών.
Το τέλος του κρατικού μονοπωλίου λοιπόν, όσον αφορά την έκδοση χρημάτων, έλαβε χώρα εν αγνοία ουσιαστικά των Πολιτών της Ελβετίας – παρά το ότι το ομοσπονδιακό συμβούλιο τόνισε πως, όσον αφορά τις τραπεζικές καταθέσεις, δεν πρόκειται για πραγματικά χρήματα, αιτιολογώντας την τοποθέτηση του ως εξής:
«Τα χρήματα αυτά, λόγω της διαφορετικής πιστοληπτικής αξιολόγησης των εκάστοτε τραπεζών, δεν έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά – ενώ τους λείπει η τυποποίηση, καθώς επίσης η ευκολία ανταλλαγής, την οποία απολαμβάνουν τα μετρητά χρήματα«.
Ισχύει βέβαια το ότι οι τραπεζικές καταθέσεις, όπως προηγουμένως τα χαρτονομίσματα (τα οποία πλέον προσπαθούν όλες οι τράπεζες να τα καταργήσουν, επιβάλλοντας στα κράτη μέσω των πολιτικών τις θέσεις τους), είναι από νομικής άποψης υποκατάστατο των πραγματικών χρημάτων.
Εν τούτοις, όπως αποδείχθηκε από την τραγωδία της Κύπρου (την οποία απέφυγε η Ελβετία διασώζοντας το 2008 την UBS), οι τραπεζικές καταθέσεις, στην περίπτωση της χρεοκοπίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, δεν έχουν σε καμία περίπτωση την ίδια αξία με τα μετρητά χρήματα – πόσο μάλλον όταν πλέον οι πελάτες των τραπεζών επιβαρύνονται με την παρακολούθηση της οικονομικής τους κατάστασης, μη έχοντας παράλληλα τις απαιτούμενες γνώσεις και πληροφορίες.

Η ανάγκη ριζικής αλλαγής

Με κριτήριο τα παραπάνω η «Πρωτοβουλία του Πλήρους Χρήματος» επιδιώκει αφενός μεν τη θεσμική κατοχύρωση του ηλεκτρονικού λογιστικού χρήματος των τραπεζών, αφετέρου την υπαγωγή του στο κρατικό μονοπώλιο – ισχυριζόμενη πολύ σωστά ότι, τα προβλήματα και οι κίνδυνοι της έκδοσης υποκατάστατων ηλεκτρονικών χρημάτων από τις ιδιωτικές τράπεζες είναι ανάλογα με το παρελθόν, όπου οι τράπεζες εξέδιδαν μόνες τους τα χαρτονομίσματα.
Επομένως, ισχύουν τα ίδια επιχειρήματα, με βάση τα οποία οι Ελβετοί ψήφισαν το 1891 τη δημιουργία ενός κρατικού μονοπωλίου, όσον αφορά την έκδοση χαρτονομισμάτων – οπότε η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να ανακτήσει το μονοπώλιο της δημιουργίας χρημάτων, επίσης σε ηλεκτρονική μορφή, με την ταυτόχρονη απαγόρευση να δημιουργούν λογιστικά χρήματα οι ιδιωτικές τράπεζες.
Ο στόχος αυτής της διαδικασίας είναι επίσης ο ίδιος με τότε: Η σταθερότητα του συστήματος των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, η ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων των Πολιτών, καθώς επίσης μία επαρκής προσφορά χρήματος στην οικονομία – έτσι ώστε να επιτυγχάνεται μία προνοητική, ελεγχόμενη και δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομισματική πολιτική.
Η «Πρωτοβουλία του Πλήρους Χρήματος» επιδιώκει επίσης να είναι τόσο τα μετρητά χρήματα, όσο και τα ηλεκτρονικά ελεύθερα χρεών, όπως στο παρελθόν τα ασημένια φράγκα – όχι όπως τα σημερινά, τα οποία επιβαρύνονται ουσιαστικά με τα χρέη της εκάστοτε οικονομίας. Αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζονται ξανά μεταλλικά νομίσματα, αφού τα χρήματα είναι καλυμμένα από το ΑΕΠ της χώρας – από όλα αυτά δηλαδή, τα οποία μπορεί να αγοράσει κανείς με χρήματα.
Όσον αφορά δε την ποσότητα χρήματος, μπορεί να αυξάνεται ανάλογα με το ΑΕΠ, όταν όμως δεν κλιμακώνεται το χρέος της οικονομίας. Τα ελεύθερα χρεών χρήματα μπορεί να καταγράφονται είτε εκτός του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας (όπως συμβαίνει με τα νομίσματα), είτε εντός του – στο παθητικό ως ποσότητα χρήματος, καθώς επίσης στο ενεργητικό ως συμμετοχή στην οικονομία της χώρας.
Ολοκληρώνοντας, το πλήρες χρήμα θα μπορούσε να ανακουφίσει τον προϋπολογισμό της Ελβετίας – ειδικά επειδή η συμμετοχή των καντονιών στα κέρδη της κεντρικής τράπεζας ορίζεται από το σύνταγμα της χώρας, ήδη από το 1891. Εάν λοιπόν η κεντρική τράπεζα είχε το μονοπώλιο της δημιουργίας ηλεκτρονικών χρημάτων, τότε τα κέρδη της θα ήταν πολύ μεγάλα, ωφελώντας τους Πολίτες της και όχι τις τοκογλυφικές τράπεζες.
Τα νέα χρήματα που θα δημιουργούνταν θα μπορούσαν να καταλήξουν στην οικονομία μέσω των δημοσίων δαπανών, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν τόσο στην αποπληρωμή των δημοσίων χρεών, όσο και στη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων – ενώ θα δινόταν τέλος στη δικτατορία των τραπεζών.

Επίλογος

Είναι προφανής η τεράστια ευθύνη του χρηματοπιστωτικού κλάδου διεθνώς, στις κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών – οι οποίες εντείνονται συνεχώς, ενώ γίνονται όλο και πιο συχνές. Στα πλαίσια αυτά είναι επείγουσα και αναγκαία η ρύθμιση του,η οποία δεν πρόκειται να συμβεί εάν δεν αφαιρεθεί το «βασιλικό προνόμιο» που παραδόθηκε ανεύθυνα από τους πολιτικούς στις τράπεζες: η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά.
Επίσης δεν πρόκειται να συμβεί, όσο οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, οι οποίες διοικούν απολυταρχικά τα κράτη, ανήκουν στους διεθνείς τοκογλύφους – με αποτέλεσμα να εγγράφουν τεράστια κέρδη εις βάρος των Πολιτών.
Παράλληλα, διαστρεβλώνουν εντελώς τη λειτουργία της οικονομίας, μεταφέροντας μέσω των οικονομικών κρίσεων, των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης κοκ., τα εισοδήματα του 99% του πληθυσμού στη μειοψηφική ελίτ του 1% – με αποτέλεσμα να γίνονται οι φτωχοί φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι.
Επομένως, η υιοθέτηση του πλήρους χρήματος, όπου τα δάνεια των εμπορικών τραπεζών θα καλύπτονται κατά 100% από τις καταθέσεις τους, καθώς επίσης η ανάκτηση του προνομίου της έκδοσης χρημάτων από εθνικοποιημένες πλέον κεντρικές τράπεζες, οφείλει να είναι η πρώτη προτεραιότητα των Πολιτών – την οποία πρέπει να επιβάλλουν στις κυβερνήσεις τους, με κάθε θυσία.
  

http://positivemoney.org/about/

http://www.vollgeld-initiative.ch/ansprechpartner/

        Βασίλης Βιλιάρδος
Βιβλιογραφία: Vollgeld Initiative, M. Joob, F. Engdahl

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου