Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Πώς εκλέγανε οι Αθηναίοι τους άρχοντες τους

Η Αθηναϊκή Δημοκρατία εζησε σχεδόν τρεις αιώνες, όσο καμιά άλλη σύγχρονη ή αρχαία δημοκρατία. Τη μεγάλη αντοχή στο χρόνο της αθηναϊκής δημοκρατίας την αποδίδουν οι μελετητές όχι μόνο στους σωστούς θεσμούς αλλά και στη μεγάλη προσαρμοστικότητα και εξελικτικότητα τους. Οι θεσμοί γεννήθηκαν από τις ανάγκες της ζωής και γι αυτό προσαρμόζονταν εύκολα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Δεν υπήρξαν εγκεφαλικά δημιουργήματα κάποιας σοφής κεφαλής, έστω κι αν αυτή ανήκε στο Σόλωνα.
Η προσαρμοστικότητα των θεσμών φαίνεται από την εξέλιξη του θεσμού του βασιλιά. Σε πλήρη δημοκρατία, τον καιρό του Περικλή, κληρωνόταν κάθε χρόνο ο άρχων βασιλεύς, μακρυνός απόηχος των μυκηναίων ανάκτων, που τελευταίος τους υπήρξε ο Κόδρος. Ο θεσμός δεν καταργήθηκε. Εξελίχτηκε σε ένα ανώδυνο για τη δημοκρατία αξίωμα με θρησκευτικές τελετουργικές αρμοδιότητες.
Μπορεί να θεωρείται ο Κλεισθένης ιδρυτής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, βασίστηκε όμως στη νομοθεσία που θέσπισε ο Σόλων, που είναι χωρίς αμφιβολία ο πατέρας της Δημοκρατίας. Όταν ο Σόλων συνέταξε τους νόμους του δεν είχε και πολλές αυταπάτες για την αποτελεσματικότητα τους. “Ο νόμος” έλεγε “μοιάζει με τον ιστό της αράχνης. Τα μικρά και τα αδύνατα πιάνονται σ’αυτόν, ενώ τα ισχυρά τον σχίζουν και περνούν”. Ακόμα ένα δείγμα ευθύτητας και παρρησίας, που χαρακτήριζαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα.
Η Δημοκρατία που καθιέρωσε ο Κλεισθένης, μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών, ήταν σχετικά πλουτοκρατικό και ολιγαρχικό σύστημα, είχε όμως σωστούς και εξελίξιμους θεσμούς και με τις μεταρρυθμίσεις που έκαναν ο Εύβουλος, ο Εφιάλτης και ο Περικλής, μεταμορφώθηκε σε πραγματικά «λαοκρατικό» καθεστώς.
Το πολίτευμα λοιπόν της αρχαίας Αθήνας όπως διαμορφώθηκε μετά τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, του Εφιάλτη και του Περικλή, ήταν η Άμεση Δημοκρατία.

Η Εκκλησία του Δήμου ήταν η κύρια Δημοκρατική Συνέλευση στην αρχαία Αθήνα, και πραγματοποιούνταν στο λόφο της Πνύκας, στην Αγορά ή στο Θέατρο του Διονύσου. Η Συνέλευση ήταν ανοιχτή σε όλους τους άρρενες πολίτες (που είχαν πολιτικά δικαιώματα) με ηλικία μεγαλύτερη των 18 ετών

Η Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή η Λαϊκή Συνέλευση όλων των Αθηναίων πολιτών από 18 χρονών και πάνω, μετά το 462 πΧ είχε συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες και τις ασκούσε με τα διάφορα όργανα, που αυτή όριζε ή έλεγχε. Είχε όχι μόνο νομοθετικές εξουσίες αλλά και εκτελεστικές και σε ορισμένες περιπτώσεις, (εσχάτη προδοσία, ασέβεια κ.α,), μεταβαλλόταν σε ανώτατο δικαστήριο, πράγμα πού έκανε τον Αριστοτέλη να τη χαρακτηρίσει «μυριοκέφαλη τυραννία».
Στην Εκκλησία του Δήμου, που συνεδρίαζε 40 φορές το χρόνομπορούσε να πάρει το λόγο ο κάθε πολίτης και όσο μιλούσε και ό,τι κι αν έλεγε, κανείς δε μπορούσε να τον διακόψει ή να τον σταματήσει. Ήταν η περίφημη ισηγορία..
Η Εκκλησία του Δήμου εξέλεγε τα 500 μέλη της Βουλής. Οι βουλευτές βγαίναν με ΚΛΗΡΟ  από 1000 εκπρόσωπους των 170 δήμων της Αττικής, (100 για κάθε φυλή), που ονομάζονταν πρόκριτοι και εκλέγονταν με μυστική ψηφοφορία για ένα χρόνο. Οι 500 που δεν κληρώνονταν βουλευτές, μέναν αναπληρωματικοί και ονομάζονταν επιλαχόντες.
Από τους 500 βουλευτές, που παίρναν μια μικρή χρηματική αποζημίωση τριών οβολών τη μέρα, κληρωνόταν η πρυτανεία, από 50 μέλη, η οποία για διάστημα 35 ημερών αποτελούσε την κυβέρνηση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι πρυτάνεις όσο καιρό ασκούσαν τα καθήκοντα τους έμεναν στο Πρυτανείο με έξοδα του κράτους. Ένας από αυτούς οριζόταν για μια ή δυο το πολύ μέρες Γραμματεύς της Βουλής, δηλαδή πρωθυπουργός.
Η Βουλή ήταν το συμβουλευτικό όργανο της Εκκλησίας του Δήμου. Κάθε νόμος για να ψηφιστεί από την τελευταία έπρεπε να προετοιμαστεί και να συζητηθεί από τη Βουλή, που έβγαζε το προβούλευμα. Γιαυτό τα νομοθετήματα που ψήφιζε η Εκκλησία του Δήμου άρχιζαν πάντα με τη φράση: φάνηκε σωστό στο Λαό και στη Βουλή.


Ένα από τα δύο κύρια όργανα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η Βουλή των 500. Αυτή αποτελεί την επιτροπή του Συλλόγου και έχει διάρκεια ενός έτους. Είναι η προϊστάμενη αρχή και λογοδοτεί στην Εκκλησία του Δήμου στο τέλος της θητείας της. Δεν ελέγχεται από καμία άλλη αρχή. Κύριο μέλημά της είναι η κατάρτιση προβουλευμάτων, θεμάτων δηλαδή προς συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου και διεξαγωγή δημοψηφίσματος. 


Εκτός αυτού εποπτεύει και ελέγχει την εκτέλεση των αποφάσεων της Εκκλησία. Τα μέλη της βουλευτές έχουν ηλικία 30 και άνω αφού απαιτείται σχετική ωριμότητα και πείρα για να φέρουν σε πέρας το έργο της. Κληρώνεται και ένα αναπληρωματικό σε περίπτωση που κάποια θέση μείνει κενή κατά την διάρκεια του έτους. Βουλευτής μπορεί να κληρωθεί κάθε μέλος μέχρι δύο φορές. Η Βουλή αρχικά στοχεύει σε 50 μέλη. Από κάθε φυλή θα κληρώνονται 5 μέλη με εποπτεία του ετήσιου άρχοντα της φυλής.
Ένα από τα δύο κύρια όργανα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η Βουλή των 500. Αυτή αποτελεί την επιτροπή του Συλλόγου και έχει διάρκεια ενός έτους. Είναι η προϊστάμενη αρχή και λογοδοτεί στην Εκκλησία του Δήμου στο τέλος της θητείας της. Δεν ελέγχεται από καμία άλλη αρχή. Κύριο μέλημά της είναι η κατάρτιση προβουλευμάτων, θεμάτων δηλαδή προς συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου και διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Εκτός αυτού εποπτεύει και ελέγχει την εκτέλεση των αποφάσεων της Εκκλησία. Τα μέλη της βουλευτές έχουν ηλικία 30 και άνω αφού απαιτείται σχετική ωριμότητα και πείρα για να φέρουν σε πέρας το έργο της. Κληρώνεται και ένα αναπληρωματικό σε περίπτωση που κάποια θέση μείνει κενή κατά την διάρκεια του έτους. Βουλευτής μπορεί να κληρωθεί κάθε μέλος μέχρι δύο φορές. Η Βουλή αρχικά στοχεύει σε 50 μέλη. Από κάθε φυλή θα κληρώνονται 5 μέλη με εποπτεία του ετήσιου άρχοντα της φυλής.

Ανακεφαλαιώνοντας βλέπουμε ότι πηγή και φορέας όλων των εξουσιών ήταν η Λαϊκή Συνέλευσηη Εκκλησία του Δήμου.
  • Ότι όλα τα αξιώματα ήταν συνήθως ενιαύσια και προσιτά σε όλους τους πολίτες.
  • Ότι πολλοί άρχοντες βγαίναν με κλήρωση, που σημαίνει ότι από τη στιγμή που κάποιος γεννήθηκε Αθηναίος πολίτης είχε εν δυνάμει εκλεγεί σε πολλά αξιώματα και απλά περίμενε πότε θα κληρωθεί σε ένα από αυτά.
  • Σημαίνει επίσης ότι όλοι οι πολίτες, πλούσιοι ή φτωχοί, θα ερχόταν κάποτε η ώρα να κληρωθούν ή να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα
Τις δικαστικές αρχές αποτελούσαν δύο μεγάλα δικαστήρια, ο Άρειος Πάγοςτο παλιό ανώτατο δικαστήριο, που στα χρόνια της δημοκρατίας είχε χάσει πολλές από τις αρμοδιότητές του και η Ηλιαία το λαϊκό δικαστήριοπου το απάρτιζαν 6000 μέλη τα οποία βγαίναν με κλήρωση από όλους τους πολίτες για ένα χρόνο και παίρναν επίσης ημερήσια αποζημίωση τριών οβολών.
Η Ηλιαία χωριζόταν σε δέκα τμήματα από 600 δικαστές το καθένα και επιλαμβανόταν με όλες τις ποινικές και αστικές περιπτώσεις. Υπήρχαν όμως και μικρότερα ή και ειδικά δικαστήρια.
Τις διοικητικές αρχές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας τις όριζε επίσης, με κλήρωση ή με ψηφοφορία, η Εκκλησία του Δήμου. Τις αποτελούσαν:
  • Οι εννέα άρχοντες, που που μετά το 462 πΧ είχαν χάσει κάθε ουσιαστική εξουσία και ασκούσαν μόνο τελετουργικά καθήκοντα. Οι εννέα άρχοντες κληρώνονταν ανάμεσα στους πλούσιους, (πεντακοσιομέδιμνους) και ήταν: Ο επώνυμος άρχων, ο άρχων βασιλεύς, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέται. Μετά τη θητεία τους, που ήταν για ένα χρόνο, γίνονταν ισόβια μέλη του Αρείου Πάγου.
  • Οι δέκα αστυνόμοι, που είχαν καθήκοντα τήρησης της τάξης και είχαν υπό τις διαταγές τους ένοπλα τμήματα σκυθών ή θρακών δούλων.
  • Οι δέκα επισκευασταί των ιερών, που φρόντιζαν για τη συντήρηση των ναών, οι πέντε οδοποιοί, οι πέντε νεωροί, ο επιμελητής των κρηνών, υπεύθυνος για την ύδρευση της πόλης και οι αρχιτέκτονες επί τας ναυς, που ευθύνονταν για τη ναυπήγηση και συντήρηση των πολεμικών σκαφών.
Οι οικονομικές αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας ορίζονταν επίσης με κλήρωση για ένα χρόνο από την Εκκλησία του Δήμου και ήταν:
  • Οι δέκα ελληνοταμίαι
  • Οι δέκα ταμίαι της Αθηνάς
  • Οι δέκα ταμίαι των άλλων θεών
  • Ο επί των θεωρικών
  • Οι δέκα σιτοφύλακες
  • Οι δέκα πωληταί και
  • Οι δέκα αποδέκται.
Τέλος τις στρατιωτικές αρχές τις αποτελούσαν οι δέκα στρατηγοί, που εκλέγονταν, (ένας για κάθε φυλή), για ένα χρόνο χωρίς δικαίωμα επανεκλογής, (αυτό το τελευταίο καταργήθηκε μετά το 440 πΧ), οι δέκα ταξίαρχοι, οι δέκα φύλαρχοι, οι δύο ίππαρχοι και ο ταμίας των στρατιωτών.
Στρατηγοί μπορούσαν να εκλεγούν από όλες τις τάξεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις μεγάλων εθνικών κινδύνων, ένας στρατηγός περιβαλλόταν με μεγάλες, σχεδόν δικτατορικές, εξουσίες, πάντα με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και τότε ονομαζόταν στρατηγός αυτοκράτωρ.
Τα κύρια θεσμικά γνωρίσματα της δημοκρατίας όμως δεν ήταν τα αξιώματα αλλά οι λειτουργίες της:
Η μικρή διάρκεια της εξουσίας (το πολύ ένα χρόνο, αν και οι πρυτάνεις κυβερνούσαν μονάχα λίγες βδομάδες και ο γραμματέας της Βουλής, δηλαδή ο πρωθυπουργός, μια ή δύο μέρες!).
Η συνεχής εναλλαγή προσώπων στην εξουσία.
Το προσιτό της εξουσίας σε όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από καταγωγή ή περιουσία.
Η αιρετότητα των αρχόντων, με μυστική ψηφοφορία ή κλήρωση.
Η γραπτή νομοθεσία, με νόμους που επεξεργαζόταν η Βουλή και ψήφιζε η λαϊκή συνέλευση.
Η ανεξαρτησία και η λαϊκή βάση της δικαιοσύνης
Κληρωτίδες με μηχανισμό χοανοειδή σωλήνα και χρωματιστές μπάλες
Κληρωτίδες με μηχανισμό χοανοειδή σωλήνα και χρωματιστές μπάλες
Υπήρχαν όμως κι άλλοι θεσμοί που δίναν στην Αθηναϊκή Δημοκρατία τα χαρακτηριστικά της πολιτείας του δικαίου και της ευνομίας.
Ένας από αυτούς ήταν ο θεσμός των δοκιμασιών: Κανείς πολίτης δε μπορούσε να βάλει υποψηφιότητα για να εκλεγεί σε κάποιο αξίωμα αν προηγουμένως δεν περνούσε ευνοϊκά από έξι δοκιμασίες.
Συγκεκριμένα έπρεπε να αποδείξει:
– Ότι είναι γνήσιος Αθηναίος πολίτης.
– Ότι υπηρέτησε στο στρατό και πήρε μέρος σε εκστρατείες.
– Ότι πλήρωνε ταχτικά τους φόρους.
– Ότι ήταν έντιμος και δεν είχε καταδικαστεί ποτέ για ατιμωτικό αδίκημα.
– Ότι ήταν ευσεβής.
– Ότι η συμπεριφορά του προς τους γονείς του ήταν άψογη.
Οι δοκιμασίες αυτές ήταν ουσιαστικές και εξονυχιστικές και γίνονταν οι τρεις πρώτες από τη Βουλή και οι άλλες τρεις από τα δικαστήρια. Με τις δοκιμασίες αυτές είναι φανερό πως πολλοί φαύλοι αποκλείονταν εξ αρχής από τη δυνατότητα να εκλεγούν.
Ένας άλλος σημαντικός θεσμός ήταν των λειτουργιών, που ήταν ένα είδος τιμητικής φορολογίας. Η Εκκλησία του Δήμου ανέθετε σε κάποιον πλούσιο πολίτη να εξοπλίσει ένα πολεμικό σκάφος, να χρηματοδοτήσει το ανέβασμα μιας τραγωδίας (από εκεί βγήκε και όρος χορηγός) και γενικά να κάνει κάποιο κοινωφελές έργο χωρίς ελπίδα κέρδους εκτός από την αναγραφή του ονόματός του σε τιμητική στήλη.
Ο οριζόμενος είχε δικαίωμα να αρνηθεί, αλλά με τον όρο να υποδείξει άλλον, πλουσιότερο κατά τη γνώμη του, που κι αυτός με τη σειρά του μπορούσε να ζητήσει την ανταλλαγή των περιουσιών τους αν ισχυριζόταν πως δεν ήταν τόσο πλούσιος. Η ανταλλαγή αυτή λεγόταν αντίδοσις.
Τρίτος τέλος θεσμός ήταν ο οστρακισμός, με τον οποίον μπορούσε η Δημοκρατία να απομακρύνει από την πολιτική σκηνή όποιον η κοινή γνώμη θεωρούσε πως με την πολιτεία του ή και απλώς λόγω εξαιρετικής δημοφιλίας, μπορούσε να γίνει επικίνδυνος για τους θεσμούς και το πολίτευμα.
Ο οστρακισμός καθιερώθηκε το 508 από τον Κλεισθένη για να αποκλείσει την επανάληψη της τυραννίας. Αποφασιζόταν ύστερα από σχετική δημόσια καταγγελία από την Εκκλησία του Δήμου, που εκτάκτως συνεδρίαζε στην Αγορά και όχι στην Πνύκα. Ακολουθούσε ψηφοφορία όλων των πολιτών που γράφανε το όνομα του υποψήφιου για οστρακισμό πάνω σε κομμάτια πήλινων σκευών, (όστρακα).
Οστρακισμός : Κάθε πολίτης κατέγραφε σε όστρακο το όνομα όποιου θεωρούσε επικίνδυνο για το πολίτευμα της δημοκρατίας. Σε ειδική συνεδρίαση της Εκκλησίας του Δήμου, με μυστική ψηφοφορία, αποφάσιζαν οι Αθηναίοι την απομάκρυνση ή όχι για δέκα (10) χρόνια από την πόλη εκείνου που το όνομά του είχε γραφεί στο μεγαλύτερο αριθμό οστράκων.
Οστρακισμός : Κάθε πολίτης κατέγραφε σε όστρακο το όνομα όποιου θεωρούσε επικίνδυνο για το πολίτευμα της δημοκρατίας. Σε ειδική συνεδρίαση της Εκκλησίας του Δήμου, με μυστική ψηφοφορία, αποφάσιζαν οι Αθηναίοι την απομάκρυνση ή όχι για δέκα (10) χρόνια από την πόλη εκείνου που το όνομά του είχε γραφεί στο μεγαλύτερο αριθμό οστράκων.

Αν τα γραμμένα όστρακα ήταν περισσότερα από το μισό των ψηφισμάτων ο καταδικασμένος έπρεπε να φύγει σε τρεις μέρες από την Αττική και να μείνει σε υπερορία για δέκα χρόνια, μετά τα οποία ξαναγύριζε, χωρίς άλλες συνέπειες στα πολιτικά του δικαιώματα, στην περιουσία ή στην οικογένειά του.

***

Ήταν λοιπόν ο Δήμος Αθηναίων αληθινή Δημοκρατία; Πολλοί το αρνούνται, προβάλλοντας ισχυρά επιχειρήματα. Όμως τί είναι Δημοκρατία; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο Περικλής στον “Επιτάφιο”:
“Το να κυβερνάν όχι οι λίγοι αλλά οι πολλοί, αυτό το λέμε Δημοκρατία”,
( τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας οἰκεῖν  δημοκρατία κέκληται).
Το ζήτημα είναι τι εννοούμε λέγοντας “πολλοί”.
Το αντίθετο της Δημοκρατίας είναι η ολιγαρχία, στην οποία κυβερνούν οι λίγοι. Η αντίληψη ότι δεν είναι σωστό να κυβερνούν την πολιτεία οι πολλοί, ο όχλος, ο αδαής λαός, αλλά οι λίγοι εκλεκτοί, οι άριστοι, είναι πανάρχαιη και εκφράστηκε πιο καθαρά από τον Πλάτωνα.
Το θέμα είναι ποιοι είναι αυτοί οι άριστοι, από πού αντλούν το δικαίωμα να κυβερνούν και βάσει ποιας λογικής αρνούνται το δικαίωμα αυτό στον απλό λαό.
Οι κάθε είδους και ονομασίας ολιγαρχικοί δέχονται ως κριτήριο για να καταταγεί κάποιος στους αρίστους είτε την καταγωγή είτε τον πλούτο είτε τη μόρφωση και υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα να κυβερνούν οι άριστοι το παίρνουν είτε από τους θεούς, είτε από την ιστορική ή κοινωνική αναγκαιότητα είτε από άλλες εξ ίσου νεφελώδεις και αυθαίρετες πηγές. Στην πραγματικότητα μοναδική πηγή της εξουσίας των αρίστων ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων η απροκάλυπτη ή συγκεκαλυμμένη βία.
Στις διάφορες μορφές Δημοκρατίας αντίθετα, αυτοί που κυβερνούν εκλέγονται από κάποιους άλλους. Ο τρόπος που εκλέγονται και ο αριθμός αυτών που έχουν το δικαίωμα εκλογής ποικίλει φυσικά, ανάλογα με τη μορφή της Δημοκρατίας, πάντως όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός των εκλεγόντων, όσο πιο μεγάλη είναι η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους κι όσο πιο εύκολη είναι η διαδικασία, τόσο πλατύτερη είναι η Δημοκρατία.
Βέβαια η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν ήταν κάποιο ιδανικό πολίτευμα. Είχε πολλά και σοβαρά τρωτά και μειονεκτήματα, όχι όμως αυτά που τονίζουν ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας ή ο Ξενοφώντας. Ο πρώτος ήταν προκατειλημμένος εναντίον της κι οι άλλοι δύο απροκάλυπτοι εχθροί της.
Αυτούς τους ενοχλούσε η παντοδυναμία της Εκκλησίας του Δήμου, το ευμετάβλητο των διαθέσεων και αποφάσεων του λαού και το νεωτεριστικό πνεύμα που κυριαρχούσε παντού.
Τα πραγματικά μειονεκτήματα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που την οδήγησαν τελικά στην ήττα, με δραματικές συνέπειες για όλον τον ελληνισμό ήταν άλλα.
Πρώτα πρώτα ήταν ο αποκλεισμός των γυναικών από κάθε είδους κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Οι Αθηναίες δεν είχαν κανένα πολιτικό και ελάχιστα κοινωνικά δικαιώματα, σε αντίθεση με τις γυναίκες της Σπάρτης, του Άργους, της Λέσβου, της Κρήτης και άλλων ελληνικών περιοχών.
Ακόμα η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν φιλοπόλεμη και επεκτατική. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Στην αρχαιότητα το κυριότερο μέσο παραγωγής ήταν η γη. Η Πολιτεία έχοντας για στήριγμα της τους ελεύθερους μικροκαλλιεργητές, έπρεπε να φροντίζει να έχουν όλοι τους επαρκείς κλήρους γης. Όταν η γη της Αττικής δεν επαρκούσε πια, η Δημοκρατία έκανε πολέμους, προσαρτούσε νέα εδάφη και εγκαθιστούσε σ’αυτά Αθηναίους κληρούχους. Οι συνεχείς όμως πόλεμοι, που δεν τους έκανε με μισθοφορικά στρατεύματα αλλά με δικό της στρατό από Αθηναίους πολίτες, υπονόμευε την ίδια την κοινωνική της βάση, γιατί οδηγούσαν τους πολίτες στην οικονομική καταστροφή.
Τέλος η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν υπερβολικά τοπικιστική. Μολονότι της δόθηκε η ευκαιρία να συνενώσει σε μια πολιτική ενότητα το σύνολο σχεδόν της Ελλάδας, δεν είχε την διορατικότητα, την ευρύτητα του πνεύματος και την οργανωτική ικανότητα να το κάνει, αρετές που αργότερα μόνο η Ρώμη επέδειξε. Ακόμα και οι ξένοι που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και που στο τέλος του 5ου αιώνα αποτελούσαν σχεδόν τους μισούς κατοίκους του Άστεως, δεν απόχτησαν ποτέ δικαιώματα Αθηναίου πολίτη.
Αυτά τα σοβαρά μειονεκτήματα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας την οδήγησαν σε αδιέξοδα και προκάλεσαν την παρακμή της. Παρ’όλα αυτά ήταν το πιο γόνιμο σε θεσμούς και ιδέες, (που γνώρισαν παγκόσμια ακτινοβολία και έχουν διαχρονική ισχύ), πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της ιστορίας.
Σύνταγμα των Αθηναίων από Βικιπαίδεια / Εκκλησία του Δήμου
Σύνταγμα των Αθηναίων
από Βικιπαίδεια / Εκκλησία του Δήμου

 Η Δημοκρατία όπως δεν την διδαχθήκαμε

Ο Αριστοτέλης διατυπώνει την σημαντική διαπίστωση, που πάντοτε ίσχυε και θα ισχύει σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, πως ο λαός δεν είναι αδιάφθορος. Διότι πιστεύει ότι μπορεί να διαφθαρεί με τις «Χάριτες» και τα «Κέρδη» (ή με τις προεκλογικές υποσχέσεις, στα καθ’ ημάς). Όμως λέει ότι διαφθείρεται δυσκολότερα από ότι οι «ολίγοι».
Αυτή η διαπίστωση παίρνει μια ιδιαίτερη διάσταση στη σημερινή εποχή της γενικευμένης συναλλαγής, του «κέρδους» και των «χαρίτων». Και μάλλον αρκεί από μόνη της για να απαντήσει στο καίριο ερώτημα, αν δηλαδή πρέπει να είναι «ό δήμος ό κρατών» ή οι «ολίγοι» (αντιπρόσωποί του).
Η ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που δικαιούνται κυριολεκτικά και απόλυτα να αποκαλείται δημοκρατία. Μόνο σ’ αυτό ο «δήμος» (λαός) «κρατεί» (έχει, την εξουσία). Κανένα άλλο σημερινό δεν δικαιούται κάτι τέτοιο.
Η δημοκρατία δεν «φύτρωσε» ξαφνικά στην ελληνική πολιτική σκέψη. Τα πρώτα σπέρματά της ανάγονται στην αυγή της εμφάνισης του λαού αυτού, στη μυθολογία του.
Δεν είναι του παρόντος να αρχίσουμε από εκεί. Θα σταθούμε μόνο σε ένα γεγονός: η «εκκλησία του δήμου» (λαϊκή συνέλευση θα λέγαμε σήμερα) υπάρχει και λειτουργεί πολύ πριν εμφανιστεί η δημοκρατία. Έστω και αν οι δικαιοδοσίες της είναι, ακόμη, πολύ περιορισμένες: να εγκρίνει ή όχι τις προτάσεις των βασιλέων ή άλλων αρχόντων.
Δεν θα αναφερθούμε στα δημοκρατικά πολιτεύματα άλλων «πόλεων» (κρατών) της περιόδου εκείνης. Διότι η Αθήνα δεν ήταν, τότε, η μοναδική δημοκρατική πολιτεία. Όμως το υπόδειγμα που προσέφερε ήταν τόσο τέλειο, που περιττεύει η αναφορά και σε άλλα.
Ο Σόλων
Ο Σόλων ήταν ο πρώτος που αναμόρφωσε ριζικά τους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς στην Αθήνα (594-593 π.Χ.) Με μια σειρά από επαναστατικά επανορθωτικά μέτρα, που όλα μαζί ονομάστηκαν «σεισάχθεια» (απόσειση βαρών) επανέφερε την κοινωνική γαλήνη: ακύρωσε τις οφειλές προς το δημόσιο ή ιδιώτες, κατάργησε το δανεισμό «επί σώμασιν» (δουλοποίηση εν αδυναμία αποπληρωμής χρέους), απελευθέρωσε όσους πολίτες είχαν δουλωθεί και αμνήστευσε τα αδικήματα που επέφεραν απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων.
solon
Ο Κλεισθένης
Ο Κλεισθένης ήταν αυτός που μεταρρύθμισε ριζικά το αθηναϊκό πολίτευμα (508-507 π.Χ.) Στα θεμέλια της πολιτείας, περιόρισε τη δυνατότητα επηρεασμού των ασθενέστερων πολιτών (λόγω οικονομικής κατάστασης, μόρφωσης, ή κεκτημένων συνηθειών) και μείωσε τις τοπικιστικές τάσεις. Στη διοίκηση, μετέφερε στη λαϊκή Βουλή (και το εκάστοτε πρυτανεύον τμήμα της) τις εξουσίες των αρχόντων.
Ο Κλεισθένης επινόησε και έθεσε σε εφαρμογή μια πραγματική πολιτικο-κοινωνική ανατροπή. Μέχρι τότε, οι πολίτες υπάγονταν σε 4 φυλές, καθεμιά από τις οποίες ήταν ένωση «φατριών» (αδελφοτήτων κοινής καταγωγής). Αθηναίος πολίτης γινόταν μόνον όποιος ανήκε σε κάποια φατρία και η ιδιότητα του μέλους της φατρίας δεν ήταν επίκτητη αλλά συγγενής.
Ο Κλεισθένης παρέκαμψε τις παραδοσιακές φατρίες και φυλές και εισήγαγε, για την εκλογική διαδικασία, τους δήμους. Για να επιτευχθεί ο σκοπός της μεταρρύθμισης έπρεπε οι φυλές:
α) να έχουν ίσο περίπου αριθμό εκλογέων
β) να μην εκφράζουν τοπικιστικές τάσεις και συμφέρονται των εκλογέων και
γ) να εμποδίζουν την άσκηση πιέσεων στους εκλογείς από τοπικούς παράγοντες,
Το σχήμα που θεσμοθετήθηκε, για να εξασφαλιστούν οι τρείς αυτές προϋποθέσεις, προέβλεπε το χωρισμό της αθηναϊκής επικράτειας σε τρείς περιοχές: το «άστυ» (Αθήνα, Πειραιάς και προάστια), την «παραλία» (Σαρωνικός και Νότιος Ευβοϊκός) και τη «μεσογαία» (εσωτερικό).
Με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη η εκκλησία του δήμου όχι μόνον απορρίπτει η τροποποιεί τις προτάσεις των αρχόντων και δέχεται προτάσεις πολιτών, αλλά και επικυρώνει ή ακυρώνει θανατικές καταδίκες δικαστηρίων, ακόμη και του Αρείου Πάγου.
klisthenis
Ο Εφιάλτης
Κι αυτό ακριβώς ανέλαβε να ολοκληρώσει ο Εφιάλτης, αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης (υπαρχηγός ο Περικλής), αφαιρώντας από τη Βουλή του Αρείου Πάγου (462 π.Χ.) όλες τις πολιτικές αρμοδιότητες και επιμερίζοντάς τες στην Εκκλησία, τη Βουλή και την Ηλιαία (το δικαστικό σώμα). Και μάλλον πλήρωσε για το εγχείρημα αυτό με την ίδια τη ζωή του (δολοφονήθηκε ένα χρόνο μετά)
Με τη νέα μεταρρύθμιση του Εφιάλτη, όπου θεσπίζεται επίσης και η περίφημη «γραφή παρανόμων» (οι λόγοι του Δημοσθένη και του Αισχίνη είναι μια πλούσια πηγή για την αποτίμηση της αξίας του θεσμού αυτού), η δημοκρατία ολοκληρώνεται. Γίνεται «άκρακτος» (αμιγής, ανόθευτη).
Ο λαός γίνεται κυρίαρχος σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής. Χωρίς την έγκρισή του τίποτε δεν μπορεί να γίνει.
Θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αθηναϊκής δημοκρατίας είναι η ελευθερία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ισοπολιτεία. Βασικό όργανο για τη διαφύλαξή τους, η δυνατότητα ελέγχου του κάθε πολίτη από το σύνολο των πολιτών, όπως και του συνόλου από τον οποιοδήποτε πολίτη.
Με την ελευθερία που παρέχει το πολίτευμα (ελευθερία, όμως, προσδιορισμένη από το νόμο), ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη να ελέγχονται οι πάντες από τους πάντες, ώστε αφ’ ενός διαμορφώθηκε ένα πλέγμα θεσμών για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της δημόσιας ζωής και των προσώπων που συμμετείχαν σ’ αυτήν, αφ’ ετέρου μεταβιβάστηκε η δικαστική εξουσία εξ ολοκλήρου στο λαό και αυξήθηκαν οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων.
Όλες οι εξουσίες πηγάζουν και ελέγχονται απ’ ευθείας από το λαό, το σώμα της Εκκλησίας του δήμου. Και οι αρχές είναι προσιτελάσιμες σε κάθε πολίτη.
Οι σύγχρονες έννοιες της πολιτικής «αντιπροσώπευσης» και του «αντιπροσώπου» του λαού ήταν, για τους Αθηναίους, εντελώς αδιανόητες και απαράδεκτες. Διότι πίστευαν ότι, από τη στιγμή που κάποιος αναθέτει, αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα, την εξουσία σε οποιουσ-δήποτε άλλους, έχει ήδη αλλοτριωθεί πολιτικά.
Το ίδιο αδιανόητη και απαράδεκτη ήταν και η αντιπροσώπευση ενός πολίτη, στην Εκκλησία του δήμου, από άλλον.
Όλες οι αρχές είναι κληρωτές, με εύλογη εξαίρεση ελάχιστες ειδικές αρχές (στρατηγοί, ταμίες) που είναι αιρετές αλλά και ανά πάσα στιγμή ανακλητές. Η κλήρωση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο, την πεμπτουσία της δημοκρατίας.
Χωρίς κλήρωση, δημοκρατία δεν νοείται.
Στον πολιτικό τομέα, αρμόδιοι δεν υπάρχουν. Η γνώμη όλων βαραίνει το ίδιο.
Και όλες οι αρχές είναι πολυπρόσωπες. Έτσι η πολιτική εξουσία διασπείρεται όχι μόνο στις διάφορες αρχές αλλά και στα πρόσωπα που υπηρετούν σε καθεμιά απ’ αυτές. Καμία αρχή, κανένας δημόσιος λειτουργός δεν μπορεί, εκμεταλλευόμενος την πρόσκαιρη συμμετοχή του στην κατανομή της εξουσίας, να συγκεντρώσει μεγάλη και, κυρίως, ανεξέλεγκτη δύναμη.
Τέλος, είναι υποχρεωτική η εναλλαγή των προσώπων στις διάφορες αρχές. Με εξαίρεση τους στρατηγούς (βλ. πιο κάτω), δεν επιτρεπόταν να υπηρετήσει εκ νέου ο ίδιος πολίτης στην ίδια αρχή, πριν περάσουν από την αρχή αυτή και όλοι οι άλλοι πολίτες. Κανένας πολίτης δεν μπορεί να παγιωθεί σε ένα δημόσιο λειτούργημα, ως «ειδικός» ή «επαγγελματίας».
Το πλήθος των θεσμών αφ’ ενός και το πολυπρόσωπο και η ετήσια εναλλαγή των αρχών αφ’ ετέρου, επιτρέπουν τη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διακυβέρνηση της πολιτείας.
Αυτό συντελεί αποφασιστικά στην ανάπτυξη βαθύτατου αισθήματος πολιτικής ευθύνης στα άτομα. Ο δήμος, έχοντας όλες τις εξουσίες στα χέρια του, γίνεται ταυτόχρονα και υπεύθυνος για την πιστή τήρηση των νόμων. Αντιλαμβάνεται ότι έχει χρέος να διαφυλάσσει μόνος του την ελευθερία του και να πορεύεται προς το μέλλον με σύνεση και χωρίς ακρότητες, διατηρώντας πάντοτε άθικτα τα μέγιστα αγαθά της δημοκρατίας: την ισηγορία, την ισονομία, την ισοκρατία.
Ξενίζει, με την τρέχουσα αντίληψη των πραγμάτων, αυτή η παντοδυναμία του δήμου.
Πώς είναι δυνατόν οποιοιδήποτε πολίτες, χωρίς «τεχνοκρατικές» ή άλλες «περγαμηνές», να ασκούν υψηλά δημόσια λειτουργήματα; Πώς είναι δυνατόν οι ίδιοι αυτοί πολίτες να επιλέγουν τον καλύτερο στρατηγό-πολιτικό, ή να αποτιμούν σωστά το έργο ενός κορυφαίου δημόσιου λειτουργού με τη «δοκιμασία». Πώς είναι δυνατόν ο δήμος να ασκεί ανεξέλεγκτα όλες τις εξουσίες, χωρίς να φτάσει στην υπερβολή ή την αυθαιρεσία;
Αν μπορούσε να θέσει κανείς το πρώτο ερώτημα σε ένα Αθηναίο πολίτη, πιθανώτατα θα εισέπραττε μια ειρωνική αντερώτηση: πώς είναι δυνατόν σεις να απασχολείτε ένα διακεκριμένο πολίτη με τη διοίκηση ενός δημόσιου οργανισμού; εμείς θα αναθέταμε το έργο αυτό σε έναν επιδέξιο δούλο. Διότι πράγματι, στην αρχαία Αθήνα, η τρέχουσα διοίκηση των πραγμάτων είχε κατά μέγα μέρος ανατεθεί σε δούλους.
Στό δεύτερο ερώτημα, που διαρκώς επανέρχεται, η απάντηση όλων, ακόμη και του Πλάτωνα (κάθε άλλο παρά ένθερμου θιασώτη των δημοκρατικών διαδικασιών), είναι πάντοτε η ίδια: αρμόδιος να επιλέξει τον καλύτερο τεχνίτη και να αποτιμήσει το έργο του δεν είναι ένας άλλος ομότεχνός του αλλά αυτός που χρησιμοποιεί το προϊόν της εργασίας του. Και στην περίπτωση του πολιτικού λειτουργού, αυτός που χρησιμοποιεί τις πολιτικές ικανότητές του, δηλαδή ο λαός.
Στο τρίτο απαντά κατά χαρακτηριστικό τρόπο η ιστορία της «στρατηγίας» κατά την κλασική εποχή. Πράγματι, παρουσιάζεται τότε το φαινομενικά παράδοξο (θα εξηγηθεί πιο κάτω γιατί δεν είναι) η στρατηγία να διαθέτει τόση δύναμη, που όχι μόνο να φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση με τη δημοκρατική δομή της πολιτείας, αλλά και να περικλείει (για τη δική μας αντίληψη, που απορρέει από τη νεώτερη πολιτική ιστορία) κινδύνους για το πολίτευμα.
‘Όμως, κανένας άρχων δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί τη δύναμη, που του παραχωρεί ο δήμος. Για να επανεκλέγει, πρέπει ο τρόπος που διαχειρίστηκε το αξίωμά του να κριθεί επιτυχής, με τη «δοκιμασία» του απολογισμού. Και ένας ευφυής πολίτης, όπως πρέπει να είναι ο κάθε στρατηγός, αφού γνωρίζει τις απόψεις του δήμου, δεν θα σκεπτόταν ποτέ να κάνει κατάχρηση της εξουσίας του.
Αλλά κι αν το επιχειρούσε, ολόκληρος ο στρατός και το ναυτικό αποτελούν τόσο συνειδητά και υπεύθυνα μέλη της ολότητας, που ποτέ δεν θα δέχονταν να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά της πολιτείας.
Η ιστορία του 5ου αιώνα δεν αναφέρει κανένα απολύτως περιστατικό όπου στρατηγός έκανε κατάχρηση της εξουσίας του, ή διανοήθηκε να επιχειρήσει να στραφεί εναντίον της πολιτείας, στηριζόμενος στη δύναμη που του είχε εμπιστευθεί ο δήμος.efialtes

Η Εκκλησία τού δήμου.
Είναι το κυρίαρχο σώμα της δημοκρατίας (γενική συνέλευση των πολιτών, θα λέγαμε σήμερα) στο οποίο μετέχουν όλοι οι πολίτες που περιλαμβάνονται στον «έκκλησιαστικόν πίνακα» (από το 20ό έτος της ηλικίας τους και μετά, οπότε έχουν λήξει και οι διετείς στρατιωτικές τους υποχρεώσεις). Αποκλείονται μόνον όσοι έχουν κηρυχθεί «άτιμοι» (έχουν χάσει τα πολιτικά και αστικά τους δικαιώματα).
Έχει απεριόριστες δικαιοδοσίες. Μεταξύ αυτών:
• Ψηφίζει τους νέους νόμους, αφού της υποβληθεί προηγουμένως το σχετικό προβούλευμα (εισήγηση) από τη Βουλή των πεντακοσίων. Οι νόμοι όριζαν να μην συζητείται «μηδέν απροβούλευτον» ώστε να υπάρχει η ασφάλεια για το δήμο ότι η Βουλή έχει ήδη ελέγξει και κρίνει σε πρώτη φάση τα θέματα. Η Βουλή δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί να υποβάλει προβούλευμα για κάποιο ζήτημα, εάν δεν συμφωνούσε. Αναλύοντας πώς ακριβώς είχε ακριβώς κατά την κρίση της, το ζήτημα, άφηνε στο δήμο την τελική απόφαση με την τυπική φράση «ό,τι άν αυτώ δοκεί άριστον είναι».
• Εκλέγει τους αιρετούς άρχοντες.
• Ασκεί τον έλεγχο της διοίκησης.
• Επιβάλλει την ποινή της εξορίας και της δήμευσης της περιουσίας.
• Εχει τον κύριο λογο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής:
– Αποφασίζει για τις συμμαχίες, τη σύναψη ειρήνης ή την κήρυξη πολέμου.
– Δέχεται τους πρέσβεις ή κήρυκες άλλων πόλεων, μετά την επίδοση των «διαπιστευτηρίων» τους στη βουλή, για να ακουστεί από το δήμο ο σκοπός της αποστολής τους.
– Εκλέγει τους πρέσβεις της αθηναϊκής πολιτείας και τους δίνει οδηγίες για τις ενέργειες που πρέπει να κάνουν, κατόπιν δέχεται τις αναφορές τους για τις πράξεις τους, όταν επιστρέφουν στην Αθήνα, και τους κρίνει ανάλογα.
• Έχει, επίσης, τον κύριο λόγο σε στρατιωτικά ζητήματα:
• Εκλέγει τους στρατηγούς και όλες τις άλλες πολεμικές αρχές.
• Σε πολεμικές περιόδους, αποφασίζει για τον αριθμό των επιστράτων πολιτών και βοηθητικών ανδρών (μετοίκων ή δούλων) στο πεζικό και τον στόλο.
• Υποδεικνύει τους στρατηγούς που θα έχουν την αρχηγία των δυνάμεων και τους δίνει οδηγίες για τις πολεμικές επιχειρήσεις, χαράσσοντας και τη γραμμή που θα τηρήσουν στον πόλεμο, έπειτα κρίνει τους στρατηγούς που είχαν ηττηθεί, ακόμη και τους νικητές που δεν είχαν τηρήσει τα «νόμιμα».
• Ασκεί οικονομική πολιτική:
• Ψηφίζει νόμους για το νόμισμα, τα μέτρα και σταθμά, τα τελωνεία.
• Αποφασίζει για τις πολεμικές δαπάνες, καθώς και τις δαπάνες κατασκευής δημοσίων κτιρίων και αποστολής πρεσβειών.
• Αποφασίζει για θέματα της επίσημης θρησκείας (ίδρυση νέων ναών, εισαγωγή της λατρείας ξένων θεοτήτων, μισθός ιερέων και ιερειών, εισαγωγή νέου τελετουργικού στις επίσημες λατρείες).
Pnyx 2
Οι δέκα στρατηγοί – Οι λοιποί στρατιωτικοί άρχοντες.
Η στρατηγία προϋπέθετε, κατ’ αρχήν, ειδικές γνώσεις και πείρα στα πολεμικά. Για το λόγο αυτό εξαιρέθηκε από το γενικό κανόνα της κλήρωσης και ήταν ένα από τα ελάχιστα αιρετά αξιώματα. Και, με το περιεχόμενο που πήρε προοδευτικά, κατά την εξέλιξη της δημοκρατίας, προϋπέθετε επίσης πολιτικές και διπλωματικές ικανότητες. Έγινε, έτσι, τελικά το σπουδαιότερο και ουσιαστικότερο αξίωμα για την πορεία της πολιτείας.
Οι δέκα στρατηγοί εκλέγονται από την Εκκλησία του δήμου (και κατά το γενικό κανόνα, ένας από κάθε φυλή) για ετήσια, όπως και σε όλες τις άλλες αρχές, θητεία. Όμως, λόγω των ιδιαιτέρων ικανοτήτων που απαιτούσε η στρατηγία, δόθηκε η δυνατότητα επανεκλογής. Πρώτος ο Κίμων εκλεγόταν επί μία 15ετία στρατηγός, αργότερα και άλλοι για μικρότερο διάστημα, κυρίως όμως ο Περικλής ήταν αυτός που υπηρέτησε στο αξίωμα του στρατηγού επί μακρό χρόνο.
Επιδιωκόταν, ασφαλώς, οι στρατηγοί να διαθέτουν στρατιωτικές, πολιτικές και ηγετικές ικανότητες. Όμως, αυτό δεν αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση. Οι στρατηγοί του 5ου αιώνα δεν ήταν όλοι εξέχουσες προσωπικότητες.
Οι στρατηγοί είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Βουλής και να εισηγούνται θέματα, που συζητούσε το σώμα και κατάρτιζε προβουλεύματα για να τα υποβάλει στην Εκκλησία του δήμου. Γενικά, βρίσκονταν σε στενή επαφή με τη Βουλή και τις επιτροπές της, για θέματα που υπάγονταν στις αρμοδιότητές τους ή απαιτούσαν ειδικές γνώσεις.
Όλοι οι στρατηγοί είχαν την ίδια εξουσία. Κατά τη διάρκεια μιάς εκστρατείας, τα καθήκοντα καθενός προσδιορίζονταν με κλήρο και άλλαζε καθημερινά ο αρχιστράτηγος. Μόνο η Εκκλησία του δήμου είχε το δικαίωμα να αναθέσει σε ένα συγκεκριμένο στρατηγό το γενικό πρόσταγμα στις επιχειρήσεις μιάς εκστρατείας. Σε ορισμένες, μάλιστα. εξαιρετικές περιπτώσεις, ο δήμος χορηγούσε, εντελώς προσωρινά, ειδικά προνόμια σε έναν ή περισσότερους στρατηγούς, ονομαζοντάς τους «στρατηγούς αυτοκράτορας». Αυτό συνέβαινε κυρίως σε μακρινές εκστρατείες, οπότε έπρεπε, εκ των πραγμάτων, οι στρατηγοί να έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς προσυνεννόηση με την Εκκλησία. Οπωσδήποτε, επιστρέφοντας από την εκστρατεία ή στο τέλος της θητείας τους, έδιναν λόγο των πράξεών τους, όπως και όλοι οι άλλοι άρχοντες.
Η Ηλιαία – Λοιπές δικαστικές αρχές
Η Δημοκρατία έχει συγκεκριμένη αντίληψη για το ποιο πρέπει να είναι το πολιτικό υποκείμενο: ο πολίτης οφείλει και μπορεί να μετέχει «κρίσεως και αρχής». Ο Αριστοτέλης, από τον οποίο προέρχεται η φράση αυτή, προτάσσει την «κρίση», δηλαδή τη συμμετοχή στη δικαστική εξουσία, της «αρχής», δηλαδή της συμμετοχής στη διακυβέρνηση.
Η συμμετοχή του πολίτη στη δικαστική εξουσία διασφάλιζε και την αμεροληψία των νόμων. Αφού ένα τυχαίο δείγμα του λαού, που νομοθετεί ψηφίζοντας ένα νόμο, καλείται, υπό την ιδιότητα του δικαστή, και να τον εφαρμόσει, δεν υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι ένας δεδομένος νόμος ψηφίστηκε για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Και ασφαλώς, η σημερινή αντίληψη για επαγγελματίες δικαστές θα φαινόταν σε ένα αρχαίο Αθηναίο εξωφρενική.
Η Ηλιαία ήταν το κύριο δικαστήριο της πολιτείας, αποτελούμενο από 6.000 δικαστές («ηλιασταί»), 600 από κάθε φυλή. Μέλος της μπορούσε να γίνει κάθε πολίτης που είχε συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας του και δεν εκκρεμούσε εναντίον του κατηγορία. Ειδικές γνώσεις δεν χρειάζονταν. Επειδή η δικαστική εργασία ήταν πολλή, αφού η δημοκρατική λειτουργία απαιτούσε να ελέγχονται συνεχώς οι πάντες από τους πάντες, προβλεπόταν δικαστικός μισθός, ώστε να μην αποκλείεται η συμμετοχή των πολιτών που δεν διέθεταν τα οικονομικά μέσα για να απασχολούνται ως δικαστές συνεχώς επί ένα χρόνο.
Από τους καταλόγους των δήμων και ανάλογα με τον πληθυσμό καθενός, οι Εννέα άρχοντες και ο γραμματεύς των θεσμοθετών κλήρωναν κάθε χρόνο 600 πολίτες από κάθε φυλή. Οι 6.000 πολίτες που κληρώνονταν, ορκίζονταν ότι θα ψηφίζουν κατά τους νόμους και τα ψηφίσματα της Εκκλησίας και της Βουλής ή κατά συνείδηση, όπου δεν υπήρχε νόμος, ότι δεν θα δωροδοκηθούν, ότι θα είναι αμερόληπτοι και ότι η ψήφος τους θα αφορά μόνο το περιεχόμενο της κατηγορίας.
Με νέα κλήρωση, η Ηλιαία χωριζόταν σε 10 τμήματα των 600 δικαστών, κατά τρόπο ώστε οι πολίτες των δέκα φυλών να αντιπροσωπεύονται εξ ίσου σε κάθε τμήμα. Πρόεδροι των τμημάτων ήταν άρχοντες (οι Εννέα άλλοι), που κληρώνονταν στην αρχή του χρόνου και είχαν παράλληλα ως έργο τη μελέτη της υπόθεσης, την προδικασία και την προανάκριση.
Η Ηλιαία συνεδρίαζε συνήθως κατά τμήματα των 600 και χρειαζόταν η παρουσία τουλάχιστον 501 μελών για να συνεδριάσει το τμήμα. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις συνεδρίαζαν υποχρεωτικά δύο τμήματα μαζί (οικονομικές υποθέσεις κ.ά.) ή ακόμη και τέσσερα (εσχάτη προδοσία), εντελώς εκτάκτως όμως και σπανιότατα σε ολομέλεια (πιστεύεται ότι μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η υπόθεση των Ερμοκοπιδών, που συντάραξε την πολιτεία).
Ειδικά σώματα δικαστών, όλα κληρωτά, ήταν επιφορτισμένα με τη μελέτη εξειδικευμένων υποθέσεων και υποβαλή πορίσματος στο δικαστήριο. Τέτοιοι ήταν οι πέντε «εισαγωγείς» (δίκες σχετικές με αιτήσεις άλλων πόλεων για έκπτωση του συμμα-χικού φόρου), οι «ναυτιδίκαι» (διαφορές μεγαλεμπόρων, εφοπλιστών και λιμενεργατών) και οι «πράκτορες».
Μικροϋποθέσεις πολιτών δίκαζαν οι 30 «κατά δήμους δικασταί», που περιόδευαν τους δήμους της Αττικής και δίκαζαν επί τόπου. Είχαν δικαίωμα να επιβάλλουν πρόστιμο ως δέκα δραχμές. Αν το το αδίκημα προϋπέθετε μεγαλύτερη ποινή, παρέπεμπαν την υπόθεση στους «διαιτητάς». Αυτοί έπρεπε να έχουν υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους, οπότε και καταγράφονταν στον ειδικό κατάλογο των διαιτητών, που χωριζόταν σε δέκα τμήματα, ένα για κάθε φυλή. Ο διαιτητής είχε υποχρέωση να συμβιβάσει τους αντιδίκους αν όμως δεν το κατόρθωνε, ανέκρινε και δίκαζε ο ίδιος. Όταν ένας από τους διαδίκους δεν δεχόταν την απόφασή του, είχε δικαίωμα να κάνει έφεση στην Ηλιαία.
Γενικά κα για όλες τις αποφάσεις των δικαστηρίων, υπήρχε δικαίωμα έφεσης, ώστε να διασφαλίζεται το δίκαιο των πολιτών.
Σπουδαία αδικήματα (κατά της ασφαλείας της πολιτείας κ.ά.) δικάζονταν από τη Βουλή και την Εκκλησία, ενώ παραβάσεις της στρατιωτικής πειθαρχίας δικάζονταν από στρατοδικεία, στα οποία προέδρευαν οι στρατηγοί.210px-Heliaia_at_the_Ancient_Agora_of_Athens
Η κοινωνική πολιτική της Δημοκρατίας
Δεν υπάρχει καμία υπερβολή αν λεχθεί ότι η «Αθηναίων Πολιτεία» ήταν, όχι μόνο το μοναδικό δημοκρατικό πολίτευμα σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι και σήμερα, αλλά ταυτόχρονα και το μοναδικό «σοσιαλιστικό».
Βασική υποχρέωση της πολιτείας ήταν η εξασφάλιση της ελευθερίας και της ζωής των πολιτών. Μέλημά της όχι μόνο η προστασία των πολιτών απο εξωτερικό εχθρό αλλά και εξασφάλιση της ατομικής ελευθερίας και της ισότητας όλων, καθώς και η κάλυψη των καθημερινών αναγκών των πολιτών.
Με σειρά μέτρων, αντιμετώπισε το πρόβλημα της άνισης κατανομής των αγαθών, ώστε να είναι σε θέση όλοι οι πολίτες να υπηρετούν την πολιτεία, να απολαμβάνουν ήρεμοι τη ζωή τους και να έχουν εξασφαλισμένη εργασία.
Βασική υποχρέωση της πολιτείας ήταν η εξασφάλιση της ελευθερίας και της ζωής των πολιτών. Μέλημά της όχι μόνο η προστασία των πολιτών απο εξωτερικό εχθρό αλλά και εξασφάλιση της ατομικής ελευθερίας και της ισότητας όλων, καθώς και η κάλυψη των καθημερινών αναγκών των πολιτών.
Με σειρά μέτρων, αντιμετώπισε το πρόβλημα της άνισης κατανομής των αγαθών, ώστε να είναι σε θέση όλοι οι πολίτες να υπηρετούν την πολιτεία, να απολαμβάνουν ήρεμοι τη ζωή τους και να έχουν εξασφαλισμένη εργασία.
Η πρόνοια για τις ασθενέστερες τάξεις απασχόλησε όλους τους δημοκρατικούς ηγέτες της Αθήνας. Ήταν τόσο σπουδαία η συμβολή των πολιτών στους εθνικούς πολέμους και τις επιχειρήσεις της συμμαχίας, ώστε έπρεπε να μην υπάρχει οποιαδήποτε αντίδραση ή παράπονο απ’ αυτούς. Με τη διανομή λαφύρων και εγκατάσταση πολιτών ως κληρούχων, οι πιο φτωχοί εξασφάλιζαν πόρους ζωής ενώ η επέκταση της μισθοφοράς έδωσε ένα βασικό έσοδο στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αφού η πολιτεία ζητούσε από τους πολίτες να συμμετέχουν στην Εκκλησία, τη Βουλή και τα δικαστήρια, ήταν φυσικό και αναγκαίο η συντήρηση όλων αυτών των πολιτών να αφορά την πολιτεία. Και όταν έκλεισαν τα πολεμικά μέτωπα και δημιουργήθηκε πρόβλημα απασχόλησης για τον άνεργο πληθυσμό, αυξήθηκαν οι κληρουχίες, απορροφώντας μεγάλο αριθμό ακτημόνων, ενώ τα μεγάλα έργα κοινής ωφελείας, όπως και τα έργα της Ακρόπολης, απορρόφησαν αμέτρητο πλήθος άλλων κατοίκων.
Όλες αυτές οι προσπάθειες για τη διατήρηση της ισορροπίας της δημοκρατικής κοινωνίας, συμπληρώθηκαν και με παράλληλη οργάνωση της δημόσιας πρόνοιας και περίθαλψης. Οι μακροχρόνιοι πόλεμοι είχαν στερήσει πολλές οικογένειες από τους φυσικούς προστάτες τους. Η πολιτεία ήταν υποχρεωμένη να συντηρεί τους γονείς, τα παιδιά και τους ανήλικους αδελφούς των υπέρ πατρίδος πεσόντων. Ειδικά για τα ορφανά παιδιά η μέριμνα ήταν μεγάλη. Ο άρχων τα κηδεμόνευε και η πολιτεία κάλυπτε τις βιοτικές ανάγκες και την εκπαίδευσή τους, ώσπου να ε-νηλικιωθούν. Φρόντιζε ιδιαίτερα τους ανάπηρους πολέμου και τα άλλα άτομα με ει-δικές ανάγκες («αδυνάτους»), αφού πρώτα εξέταζε το βαθμό αναπηρίας και την οι-κονομική τους κατάσταση. Αν δεν ήταν σε θέση να εργασθούν και το εισόδημά το-υς ήταν λιγότερο απο τρείς «μνας», έπαιρναν απο το δημόσιο ταμείο εναν οβολό την ημέρα. Σε εξαιρετικές πολεμικές περιστάσεις (όπως π.χ. όταν υποχρεώθηκαν οι Αθηναίοι να εκκενώσουν την πόλη) δίνονταν έκτακτα βοηθήματα. Η πολιτεία αν-έλαβε ως ένα μεγάλο βαθμό τον επισιτισμό των κατοίκων όταν, με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, ο αργοτικός πληθυσμός της Αττικής υποχρεώθηκε να συ-γκεντρωθεί μέσα στην πόλη. Σε περίπτωση σιτοδείας επίσης, η πολιτεία εξασφά-λιζε τη διατροφή των Αθηναίων.
Όλα τα μέτρα της δημοκρατικής πολιτείας κατέτειναν στην εξασφάλιση της κοι-νωνικής γαλήνης και της προστασίας των πολιτών, την παροχή εργασίας σε όλους και την πνευματική ανάπτυξή τους με τη διοργάνωση δραματικών και μουσικών αγώνων. Ο δικαστικός, ο στρατιωτικός, ο βουλευτικός και ο εκκλησιαστικός μισθός έδιναν τη δυνατότητα διαβίωσης στους πολίτες που προσέφεραν υπηρεσίες στην πολιτεία. Και εξασφάλιζαν τη δυνατότητα συμμετοχής όλων των πολιτών στα κοινά. Όμως, η ημερήσια αποζημίωση δεν ήταν ποτέ και για κανέναν υψηλή. Διότι πρόθεση της πολιτείας δεν ήταν να δίνει άφθονες -και στείρες- παροχές, αλλά να ωφελεί τους πολίτες υπό τον όρον ότι θα ωφελεί, πριν από όλα, τα συμφέροντα της πολιτείας.
Δίνοντας στις λαϊκές τάξεις τη δυνατότητα να ικανοποιούν τις υλικές τους ανάγκες, η πολιτεία εξασφάλιζε την εσωτερική γαλήνη. Κι αυτό υπήρξε μια υπηρεσία ανεκτίμητη για τη δημοκρατία. Διότι δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει στηριζόμενη στην (τόσο γνωστή σε εμάς και τόσο άγνωστη στην αρχαία Αθήνα) αστυνόμευση και καταστολή αλλά στη συνεχή φροντίδα για τη διατήρηση των αναγκαίων λεπτών κοινωνικών ισορροπιών.
Ιδιότυποι θεσμοί
Οι βασικοί θεσμοί της Δημοκρατίας, όπως αναφέρθηκαν προηγουμένως, συμπληρώνονταν με ένα πλέγμα άλλων, ειδικών θεσμών, οι οποίοι όχι μόνο στήριζαν τους υπόλοιπους θεσμούς και εξασφάλιζαν την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος αλλά και έδιναν την αναγκαία διέξοδο εκτόνωσης σε ειδικές περιπτώσεις, ώστε να αποφεύγονται εκρηκτικές, καταστάσεις. Σπουδαιότεροι από τους θεσμούς αυτούς ήταν οι ακόλουθοι.
Ο «οστρακισμός». Ηταν μέτρο προστασίας της πολιτείας από κάθε απόπειρα επιβολής τυραννίας. Κάθε χρόνο, στην έκτη πρυτανεία και με την προϋπόθεση απαρτίας (τουλάχιστον 6.000 παρόντες), η Εκκλησία του δήμου αποφάσιζε αν έπρεπε να εφαρμοστεί ο νόμος του »οστρακισμού». Αν η απόφαση ήταν καταφατική γινόταν η »οστρακοφορία». Κάθε πολίτης έγραφε επάνω σε »όστρακο» (θραύσμα αγγείου) το όνομα του πολιτικού του οποίου η απομάκρυνση από την πόλη ήταν κατά τη γνώμη του απαραίτητη για τη σωτηρία της πολιτείας. Ο »οστρακιζόμενος» έπρεπε μέσα σε δέκα ημέρες να εγκαταλείψει την πόλη και να παραμείνει στην εξορία επί μία δεκαετία. Διατηρούσε όμως τα πολιτικά του δικαιώματα και μπορούσε να διαθέσει την περιουσία του όπως επίσης και να εγκατασταθεί όπου ήθελε. Ο οστρακισμός ήταν προληπτικό μέτρο και όχι ποινή αφου ο οστρακιζόμενος δεν είχε κατηγορηθεί για έγκλημα κατά της πολιτείας αλλά είχε μόνο θεωρηθεί ύποπτος στο δήμο. Και είχε, για τα μέτρα της εποχής του, ανθρωπιστικό χαρακτήρα, αφού δεν συνεπαγόταν την «ατιμία» (στέρηση πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων). Έπειτα, ήταν αδύνατον να στραφεί κατά μεγάλου αριθμού Αθηναίων, εφ’ όσον μόνον ένας πολίτης ήταν δυνατόν να οσ-τρακιστεί κάθε χρόνο. Και αφού διαρκούσε δέκα χρόνια, ο μεγαλύτερος αριθμός οστρακισμένων δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει τους δέκα.
Η «γραφή παρανόμων»
Πρόκειται για αγωγή ή καταγγελία, με αστικές αλλά και ποινικές ευθύνες, που κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να εγείρει, εντός προθεσμίας ενός έτους απο την έκδοσή τους, κατά διοικητικών πράξεων, προβουλευμάτων της Βουλής ή ακόμη και νόμων-ψηφισμάτων, τόσο για ουσιαστικούς όσο και τυπικούς (δικονομικούς) λόγους. Στην περίπτωση των νόμων, ένας ουσιαστικός λόγος ήταν αν το περιεχόμενό τους βρισκόταν σε αντίθεση με προηγούμενο νόμο, που δεν είχε καταργηθεί. Και η αναζήτηση της ευθύνης έφτανε μέχρι τον εισηγητή του νόμου ή προ-βουλεύματος, που ακριβώς για το λόγο αυτό αναφερόταν πάντοτε στα σχετικά κεί-μενα («ό τάδε είπεν» – βλ. Εκκλησία του δήμου).
Η υποβολή της «γραφής παρανόμων» είχε άμεση συνέπεια την αναστολή εφαρμογής των προσβαλλομένων πράξεων, νόμων κ.τ.λ., ώσπου να αποφασίσει ένα λαϊκό δικα-στήριο 1.000 τουλάχιστον μελών. Ήταν όπως αποδείχθηκε και στην πράξη, ένας πο-λύ σημαντικός θεσμός, σπουδαίος φρουρός του πολιτεύματος, φόβος για κάθε βέβηλο, επίορκο η πονηρό που θα επιχειρούσε, εκμεταλλευόμενος τις ελευθερίες που με τόση γενναιοδωρία προσέφερε η δημοκρατία να επιτύχει αποφάσεις αντίθετες προς το συμφέρον του δήμου.
Αν επειχειρούσε κανείς να μεταφέρει την «γραφή παρανόμων» στα σημερινά δεδομένα, παραλληλίζοντάς την με το θεσμό του Συμβουλίου Επικρατείας ή του Συνταγματικού Δικαστηρίου και των δημοψηφισμάτων λαϊκής πρωτοβουλίας άλλων χωρών, η σύγκριση θα προκαλούσε βαθιά θλίψη. Όχι απλώς και μόνο διότι η κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αγνοεί, ατιμωρητί, ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, αλλά κυρίως διότι ούτε στην Ελλάδα ούτε και σε άλλες χώρες προβλέπεται δικαστικός έλεγχος και τιμωρία όσων εισηγήθηκαν ένα νόμο ή εξέδωσαν μια διοικητική πράξη, όταν ο νόμος αυτός ή η πράξη ακυρωθούν από τα θεσμοθετημένα ελεγκτικα σώματα.
Όσο για τα δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας που γίνονται σήμερα σε άλλες χώρες (προφανώς ωριμότερες από την Ελλάδα) αυτά διενεργούνται μόνον όταν τα ζητήσουν πολλές δεκάδες η εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών και κρίνονται με καθολική ψηφοφορία. Ενώ τα «δημοψηφίσματα» (ας τα ονομάσουμε έτσι) της «γραφής παρανόμων» της αθηναϊκής δημοκρατίας προκαλούνται από ένα μόνο πολίτη, κρίνονται από 1.000 μόνο πολίτες-δικαστές και, το σημαντικότερο, μπορούν να επισύρουν το δικαστικό έλεγχο και τιμωρία των εισηγητών των νόμων ή εκδοτών των διοικητικών πράξεων που θα ακυρωθούν.

Δημοκρατία και οι τρεις εξουσίες

Με βάση τις πληροφορίες που έχουμε από την αρχαιότητα για το τι είναι δημοκρατία, για να θεωρήσουμε ένα σημερινό πολίτευμα ως δημοκρατία, θα πρέπει για το πολίτευμα αυτό να ισχύουν τα παρακάτω
Α. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ:
  1. Το σώμα όλων των πολιτών με δικαίωμα ψήφου (το δικό μας εκλογικό σώμα δηλαδή), και μόνο αυτό το σώμα, αποφασίζει για το τι άλλα όργανα, σώματα και θεσμοί θα υπάρχουν στο πολίτευμα (πχ βουλή, ως νομο-παρασκευαστικό μόνο σώμα φυσικά και όχι νομοθετικό, υπουργεία ποια και πόσα, δικαστήρια ποια και πόσα, κλπ κλπ). Το σώμα όλων των πολιτών με δικαίωμα ψήφου, μπορεί να αλλάξει όποτε θέλει τις αποφάσεις του, δηλαδή τους θεσμούς της πολιτείας που θέσπισε με προηγούμενή του απόφαση
  2. Το σώμα όλων των πολιτών με δικαίωμα ψήφου είναι το μόνο σώμα που έχειδικαίωμα και εξουσία να ψηφίζει νόμους, δηλαδή να νομοθετεί. (Δηλαδή στην δημοκρατία νομοθέτης είναι ο απλός πολίτης και όχι ο επαγγελματίας βουλευτής των κοινοβουλευτικών καθεστώτων της ολιγαρχίας.)
[Σημείωση: Για να έχουμε σε ισχύ τα δύο παραπάνω ΔΕΝ σημαίνει πως αναγκαστικά πρέπει να μαζεύονται όλοι οι πολιτες σε μια πλατεία για γενική συνέλευση/εκκλησία του δήμου. Μπορεί οι αποφάσεις να παίρνονται με ηλεκτρονικό τρόπο μέσω ηλεκτρονικών δημοψηφισμάτων που στοιχίζουν ελάχιστα (πχ. ΑΤΜ στις τράπεζες, πχ ΚΙΝΟ στα προπατζήδικα, πχ Δίκτυο Περικλής κλπ κλπ). Πάντως σε όλες τις περιπτώσεις οι αποφάσεις αυτές πρέπει να ληφθούν με ΑΜΕΣΗ συμμετοχή του κάθε πολίτη και όχι με αντιπρόσωπο, πληρεξούσιο ή βουλευτή.]
Β. ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ:
Εφόσον το σώμα των πολιτών αποφάσισε για τα κυβερνητικά του όργανα (κυβέρνηση και υπουργεία κλπ κλπ), ποια και πόσα θέλει να είναι, τότε για τα όργανα αυτά και αυτούς που θα τα στελεχώνουν πρέπει να ισχύουν τα εξής
  1. Οι θητείες στα κυβερνητικά αξιώματα είναι το περισσότερο ετήσιες
  2. Απαγορεύεται η ανάδειξη στο ίδιο αξίωμα, του ίδιου προσώπου για δεύτερη φορά, μέχρι να περάσουν από εκείνο το αξίωμα όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την θέση αυτή
  3. Η ανάδειξη στην πλειοψηφία των κυβερνητικών αξιωμάτων γίνεται με κλήρωση, μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων. Η ανάδειξη με εκλογή γίνεται για τα ελάχιστα εκείνα αξιώματα που απαιτούν ειδίκευση και κατάρτιση, πχ πρόεδρος του ΙΓΜΕ.  [Σημείωση: αυτά όμως είναι θέματα που τα αποφασίζει στις λεπτομέρειές τους, το σώμα των πολιτών. Απλώς η ΚΛΗΡΩΣΗ για τα περισσότερα κυβερνητικά αξιώματα είναι η ένδειξη αν έχουμε δημοκρατία ή ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ]
  4. Καταγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία (“και των γονέων”) του κάθε αξιωματούχου πριν και μετα την θητεία του. Ο αξιωματούχος δίνει απολογισμό στο πέρας της θητείας του και έχει ποινική ευθύνη (η πολιτική ευθύνη είναι τζάμπα κοροϊδία) όχι μόνο για τις βρωμιές του αλλά και για τα λάθη του. Χωρίς καμμία ειδική ποινική ή άλλη ασυλία έναντι των άλλων πολιτών.
Γ. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Εφόσον το σώμα των πολιτών αποφάσισε για το ποια, ποιων τύπων και πόσα δικαστήρια απαιτούνται, τότε οι θέσεις των δικαστών για τα δικαστήρια αυτά στελεχώνονται πάντα με κλήρωση και μάλιστα λίγο πριν την εκδίκαση, μεταξύ όλων των πολιτών που ενδιαφέρονται να είναι υποψήφιοι δικαστές.
[Σημείωση: Στην δημοκρατία οι δικαστές είναι πάντα λαϊκοί κληρωτοί δικαστές. Η δημοκρατία θεωρεί πως ΚΑΙ η απονομή δικαιοσύνης είναι πολιτικό ζήτημα και όχι τεχνικό-νομοτεχνικό ζήτημα. Τεχνικό ζήτημα είναι η οδήγηση αυτοκινήτου γι’ αυτό ζητάμε από κάποιον να πάει στη Σχολή Οδηγών και νάχει και άδεια. Διαφορετικά καταντάμε να έχουμε χιλιάδες επί χιλιάδων νόμους και παρόλα αυτά να παίρνουμε δικαιοσύνη κακής ποιότητας. Σαφώς, στην εποχή μας, τα δικαστήρια αυτά θα περιλάμβαναν και βοηθητικό προσωπικό, δηλαδή επαγγελματίες νομικούς, λογιστές, γραφείς, και κάθε τεχνικό που θα έκρινε ένα δικαστήριο ότι του χρειάζεται.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου