Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

ΑΜΕΣΗ, ΚΑΘΑΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η άμεση δημοκρατία, γνωστή και υπό τον όρο καθαρή δημοκρατία, αποτελεί έναν τύπο δημοκρατίας και θεωρίας πολιτικών δικαιωμάτων όπου η εξουσία εδράζεται στη συνέλευση όλων των πολιτών που συμμετέχουν σε αυτήν. Αναλόγως με το σύστημα που ισχύει κάθε φορά, η συνέλευση μπορεί να έχει εκτελεστικές εξουσίες, νομοθετικές αρμοδιότητες, να ορίζει και να απολύει αξιωματούχους, καθώς και να δικάζει. Η άμεση δημοκρατία χρησιμοποιείται ως όρος κατ' αντιδιαστολή με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία (ή έμμεση δημοκρατία), όπου η εξουσία ασκείται από μια ομάδα ανθρώπων, που συνήθως επιλέγεται μέσα από εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων. 


Ιστορικά εμφανίστηκε πρώτα η άμεση δημοκρατία και ακολούθησε, μετά από περίπου δύο χιλιετίες, η έμμεση.

Τη δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε στο β' μισό περίπου του 5ου αι. τη γνωρίζουμε καλύτερα από μια σειρά αναθεωρήσεων των νόμων της ανάμεσα στο 410 και το 399. Τμήματα του συστήματός της αναλύονται στο 2ο μισό του έργου «Αθηναίων πολιτεία» του Αριστοτέλη (42-69). Τα εμφανέστερα χαρακτηριστικά αυτής της δημοκρατίας ήταν η εκκλησία του δήμου και η βουλή των πεντακοσίων. Τα μέλη της επιλέγονταν με ένα σύνθετο σύστημα που βοηθούσε στην ευρεία αντιπροσώπευση των δήμων. Η βουλή εκτός των άλλων διαχειριστικών καθηκόντων της για την εύρυθμη λειτουργία της πόλης περνούσε ψηφίσματα για ιδιαίτερα ζητήματα, ενώ αντίθετα οι νόμοι διαμορφώνονταν από τους νομοθέτες και εξετάζονταν ενίοτε λεπτομερειακά σε περιπτώσεις ένστασης. Το επαγγελματικό προσωπικό σε ζητήματα διαχειριστικά της τάξης της πόλης, καθώς και σε θρησκευτικά οργανωτικά ζητήματα ήταν ελάχιστο, λίγες εκατοντάδες δούλοι περιουσία του κράτους που ήταν στη διάθεση διάφορων αξιωματούχων ή λειτουργούσαν ως απλή αστυνομική δύναμη. Τα δικαστήρια ήταν σημαντικό τμήμα της δημοκρατικής ζωής τόσο για τα πολιτικά ζητήματα που εξέταζαν όσο και σαν μέσα επίλυσης επιχειρηματικών διαφορών.Η άμεση δημοκρατία έλκει την καταγωγή της από την αθηναϊκή δημοκρατία της κλασικης εποχής, όπου η εκκλησία του δήμου (η συνέλευση όλων των πολιτών της αθηναϊκής πόλης-κράτους) λάμβανε τις πολιτικές αποφάσεις και για την εκτέλεσή τους όριζε κάποιους αξιωματούχους άμεσα ανακλητούς και ελέγξιμους, με περιορισμένη διάρκεια θητείας, προκειμένου να μην «επαγγελματοποιηθούν» ως πολιτικοί ηγέτες. Για τον ίδιο λόγο η μεγάλη πλειονότητα των αξιωματούχων επιλεγόταν με κλήρωση, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, από το σύνολο των συμμετεχόντων στην εκκλησία του δήμου. Ωστόσο μόνο άρρενες ενήλικοι που είχαν ολοκληρώσει τη διετή (από τα 18 μέχρι τα 20) στρατιωτική τους θητεία είχαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση. Αυτό απέκλειε την πλειονότητα του πληθυσμού, δηλαδή τους δούλους, τις γυναίκες και τους μετοίκους. Επίσης, δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στη συνέλευση αυτοί των οποίων τα πολιτικά δικαιώματα είχαν ανασταλεί (συνήθως γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς την πόλη). Για ορισμένους Αθηναίους αυτό ισοδυναμούσε με μόνιμη (και κληρονομήσιμη) στέρηση δικαιώματος. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τις ολιγαρχικές πόλεις, δεν υπήρχε ουσιαστικά όριο ελάχιστης απαιτούμενης περιουσίας ή εισοδήματος.
Το εντυπωσιακό στην όλη περίπτωση είναι ότι περίπου το 1/3 των πολιτών πάνω από τα σαράντα υπηρετούσε επί διετία σε κάποια στιγμή στη ζωή του στη βουλή των 500, ένα λειτούργημα εξαιρετικά απαιτητικό και χρονοβόρο, που βοηθούσε ωστόσο στην εξοικείωση με τα προβλήματα της πόλης. Καθίσταται φανερό ότι η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν άμεση, η αμεσότερη δυνατή τουλάχιστον, καθώς μέσω των συλλογικών διεργασιών της εκκλησίας, της βουλής και των δικαστηρίων κατόρθωνε να ελέγχει τις πολιτικές της διαδικασίες με συστήματα εναλλαγής των προσώπων που προφύλασσαν σε σημαντικό βαθμό από τη διαφθορά της υπηρεσίας επί μακρόν σε υψηλά αξιώματα. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν λειτουργούσε βάσει συντάγματος, αλλά χρησιμοποιούσε μια προφορική παράδοση, σκοπός της οποίας ήταν κυρίως η διατήρηση ενός συνόλου ουσιαστικών ιδεών για τη λειτουργία της πόλης. Το ίδιο το σύστημα εξελισσόταν μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών, στις οποίες σπάνια συμμετείχε το σύνολο των Αθηναίων πολιτών.

Αν και το αθηναϊκό σύστημα εξελίχθηκε, δεν ευθυγραμμίστηκε απόλυτα με τον πυρήνα των ιδεών της δημοκρατίας. Το τίμημα που πλήρωσαν οι Αθηναίοι για την απομάκρυνση από τις βασικές ιδέες που διαμόρφωσαν την κλασική Αθήνα φόβισε πολλούς από τους ιστορικούς και φιλοσόφους της εποχής, που είδαν καθαρότερα τη σκοτεινή πλευρά της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η κλασική δημοκρατία έπεσε σε παρακμή μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και υπήρξαν περίοδοι που στην πόλη επικρατούσε εμφανής ολιγαρχία. Μερίδα του πληθυσμού και ορισμένοι φιλόσοφοι (π.χ. ο Πλάτων) υποστήριζαν ανοιχτά την ολιγαρχία και θεωρούσαν τη δημοκρατία σαθρή και ασταθή διακυβέρνηση από τον όχλο. Οι απόψεις τους και η κρίση τους πέρασε διαδοχικά στους αιώνες στις επερχόμενες γενεές διανοητών με τόση σφοδρότητα ώστε η ιδέα της δημοκρατίας απέκτησε «βαριά μυρωδιά για περισσότερα από 2.000 χρόνια».
Μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους κάθε ίχνος δημοκρατικής διακυβέρνησης εξαφανίστηκε από τον μεσογειακό κόσμο, αν και συνέχισαν να υπάρχουν εστίες αυτοδιοίκησης στα αστικά κέντρα, με ολιγαρχικό όμως χαρακτήρα και ευρισκόμενες στα χέρια των οικονομικά ισχυρότερων οικογενειών κάθε περιοχής. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα, όταν αυτές οι δυνατότητες τοπικής αυτοδιοίκησης πέρασαν οριστικά στον έλεγχο της Εκκλησίας.

Η άμεση δημοκρατία στον Μεσαίωνα

Άμεση δημοκρατία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα δεν προσδιορίζεται, παρά μόνον στην ύστερη περίοδό του, με την Ενετική Δημοκρατία και την αμεσότητα της γενικής της συνέλευσης σε ένα σύστημα διακυβέρνησης επί της ουσίας ολιγαρχικό. Το σύστημα αυτό λειτουργούσε ιεραρχικά βάσει της πυραμίδας Δόγης, Συμβούλιο των Δουκών (Collegio), Σαράντα και Σύγκλητος (Pragedi), Μέγα Συμβούλιο (Maggior Consiglio) και Γενική ή Λαϊκή Συνέλευση. Μια άλλη μορφή αμεσότερης δημοκρατίας διαμορφώθηκε με την ίδρυση της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας.
Κατά περίπτωση, ωστόσο, απαντώνται εφαρμογές της άμεσης δημοκρατίας στη Σκανδιναβία, σε μικρές κυνηγετικές κοινότητες από τον 8ο έως τον 11ο αιώνα. Αυτές οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες εφαρμόζονταν σε αυτό που ονομάστηκε θινγκ, τον τόπο δηλαδή συνάντησης όλων των ελεύθερων ανθρώπων, που χρησιμοποιείτο κυρίως για νομοθετικούς και όχι πολιτικούς σκοπούς. 
Η αρχαία παράδοση του θινγκ απαντάται σήμερα στο έτυμο των ονομάτων των κοινοβουλίων της Ισλανδίας (Althing), τηςΝορβηγίας (Storting) και της Δανίας (Folketing). To αλθίνγκ (althing), η ομοσπονδιακή συνάθροιση των Ισλανδών, θεωρείται το αρχαιότερο κοινοβούλιο του κόσμου καθώς δημιουργήθηκε περίπου το 930. 
Φαίνεται μάλιστα πως, σύμφωνα με τα όσα έγραψε ο Άνταμ φον Μπρέμεν το 1076, δηλαδή ότι «δεν έχουν βασιλέα, μόνο νόμους» θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι έχει να κάνει με μια μορφή δημοκρατίας στην οποία ελεύθεροι άνθρωποι με ίσα πολιτικά δικαιώματα συναντώνταν σε καθορισμένες ημερομηνίες με σκοπό να νομοθετήσουν και να αποδώσουν δικαιοσύνη. 
«Οι Ισλανδοί» γράφει ο Φρεντερίκ Ντυράν «δημιούργησαν και βίωσαν ένα είδος σκανδιναβικής αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή μια κοινότητα ελεύθερων ανθρώπων που συμμετείχε ενεργά στις υποθέσεις της κοινότητας. 
Αυτού του είδους οι κοινότητες ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένες, διανοητικά παραγωγικές και επιπρόσθετα ήταν δεμένες με δεσμούς εκτίμησης και σεβασμού».
Κατά την περίοδο από τον 11o έως τον 13ο αιώνα η ευημερία των ευρωπαϊκών πόλεων εμφανίζεται αυξημένη. 
Στη Β. Ιταλία ωστόσο παρατηρείται μια πολιτική αστάθεια εξαιτίας των πολλαπλών πιέσεων που ασκούν οι επιδιώξεις της αυτοκρατορικής Γερμανίας από τη μία και οι βλέψεις των παπικών κρατών από την άλλη. 
Πόλεις που ευημερούσαν μεν αλλά απειλούνταν, προσπάθησαν να αποκτήσουν μέσω της ενεργητικής συμμετοχής των πολιτών έλεγχο της ζωής τους διαμορφώνοντας ένα είδος διακυβέρνησης με αρκετά αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά που έμεινε στην ιστορική γλώσσα ως μεσαιωνική κομμούνα ή κοινότητα
Στα πρώτα χρόνια σε αυτές τις κοινότητες συμμετείχαν ή μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι οι άρρενες ελεύθεροι πολίτες σε μια συνάθροιση γνωστή ως αρένγκο (arengo). 
Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ενετικής Δημοκρατίας η αρένγκο φαίνεται πως είχε πολύ μεγάλη δύναμη. 
Όριζε στη συνέλευσή της έναν ισόβιο δόγη και δύο τριβούνους (δημάρχους) για να τον βοηθούν. 
Ο δόγης είχε απόλυτη εκτελεστική εξουσία, μόνον εάν εξασφάλιζε την αποδοχή της πολυπληθούς και δυναμικής συνέλευσης. 
Όπως ήταν φυσικό οι δόγηδες επιχείρησαν να διαμορφώσουν δυναστείες, οι οποίες εξέπεσαν κατόπιν λαϊκών εξεγέρσεων, με αποτέλεσμα μεταξύ του 804 και του 1032 να έχουν εξοριστεί ή δολοφονηθεί 6 δόγηδες.

Στα σχολεία
Ένα δημοκρατικό σχολείο είναι ένα σχολείο που επικεντρώνεται στην παροχή ενός δημοκρατικού εκπαιδευτικού περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται απο «πλήρη και ισότιμη» συμμετοχή από τους μαθητές και το προσωπικό του σχολείου. Αυτά τα μαθησιακά περιβάλλοντα δίνουν φωνή στην νεολαίας ως κεντρικό παράγοντα στην εκπαιδευτική διαδικασία με τη συμμετοχή των μαθητών σε κάθε πτυχή της λειτουργίας του σχολείου, συμπεριλαμβανομένης της εκμάθησης, της διδασκαλίας, της ηγεσίας, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, μέσα από την εμπειρία.
Το Sudbury μοντέλο των σχολείων δημοκρατικής εκπαίδευσης διοικούνται από ένα σχολικό συνέδριο, όπου οι μαθητές και το προσωπικό συμμετέχουν αποκλειστικά και ισότιμα. Ο καθένας που επιθυμεί να παρακολουθήσει μπορεί να ψηφίσει, και δεν υπάρχουν υποκατάστατο. Όπως και με την άμεση δημοκρατία και αλλού, οι συμμετέχοντες είναι συνήθως μόνο όσοι έχουν ενδιαφέρον για το θέμα.
Το Σάμερχιλ στην Αγγλία έχει λειτουργήσει με μια προσέγγιση της άμεσης δημοκρατίας στη λήψη αποφάσεων για πάνω από 90 χρόνια και έχει έρθει ως αποτέλεσμα πολλές φορές σε σύγκρουση με την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Το σχολείο κέρδισε μια προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο το 1999, μετά την απειλή με κλείσιμο της. Μια κοινή δήλωση επιβεβαίωσε ότι: "Ο υπουργός αναγνώρισε ότι το σχολείο είχε το δικαίωμα να έχει τη δική του φιλοσοφία και ότι κάθε επιθεώρηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους στόχους της ως διεθνές 'δωρεάν' σχολείο... και οι δύο πλευρές πήγαν στο αρχείο συμφωνώντας ότι "η φωνή των μαθητών θα πρέπει να εκπροσωπείται πλήρως σε οποιαδήποτε αξιολόγηση της ποιότητας της εκπαίδευσης στο Σάμερχιλ και οι επιθεωρήσεις πρέπει να εξετάσει το πλήρες εύρος της μάθησης στο σχολείο - η μάθηση δεν περιορίζεται στα μαθήματα"

Έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις της άμεσης δημοκρατίας στην πολιτική

Μια μελέτη της άμεσης δημοκρατίας στην Ισπανία δείχνει ότι η άμεση δημοκρατία μειώνει την κυβερνητική εξουσία. Με τα ζητήματα της οικονομίας, οι ψηφοφόροι είναι σε θέση να επιβάλουν χαμηλότερες δαπάνες ειδικών συμφερόντων.

Φιλελευθερισμός και άμεση δημοκρατία


Πίνακας του Χάουαρντ Τσάντλερ Κρίστι που απεικονίζει την επίσημη ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών από τους «Θεμελιωτές Πατέρες» τους.
Κατά τον 18ο αιώνα στην ευρωπαϊκή διανόηση άρχισε να επικρατεί ο φιλελευθερισμός, ένα φιλοσοφικό κίνημα το πολιτικό σκέλος του οποίου υποστήριζε μία συνταγματική μοναρχία, με τους πολίτες να αποτελούν φορείς προκαθορισμένων ατομικών δικαιωμάτων, με τη δυνατότητα παρέμβασης του κράτους στον βίο τους να είναι περιορισμένη και με ισορροπημένη διάκριση των εξουσιών μεταξύ διαφορετικών πολιτικών οργάνων. Εν μέσω του Διαφωτισμού, πρώτα με την Αμερικανική και στη συνέχεια με τη Γαλλική Επανάσταση, τέθηκε σε φιλελεύθερο πλαίσιο το αίτημα της κατάργησης της μοναρχίας και της διακυβέρνησης από πολιτικούς αντιπροσώπους, εκλεγμένους από μία μερίδα του λαού με δικαίωμα ψήφου. Οι εν λόγω αντιπρόσωποι θα μπορούσαν να εκφράζουν ανταγωνιζόμενα συμφέροντα και αντιλήψεις στο εσωτερικό της κοινωνίας, μέσω της προσκόλλησής τους σε διαφορετικά πολιτικά κόμματα. Πλάθοντας το σύστημα αυτό, οι θεμελιωτές του κράτους των ΗΠΑ απέρριψαν ρητά την άμεση δημοκρατία ως επιλογή, πιστεύοντας ότι θα οδηγούσε στην υπερίσχυση των πολυπληθέστερων κατώτερων κοινωνικών τάξεων ή σε χαοτική αταξία, και διαμόρφωσαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ονομάζοντας το νέο πολίτευμα «ρεπουμπλικανικό» και όχι «δημοκρατικό», ώστε να παραπέμπει στο ρωμαϊκό κράτος της ελληνιστικής περιόδου. Καθώς παράλληλα εξαπλωνόταν και ο εθνικισμός, στη Γαλλική Επανάσταση η επίσης αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα Εθνοσυνέλευση προβλήθηκε ως ενσάρκωση της βούλησης του έθνους. Στη συνέχεια, καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, υπό την πίεση εθνικιστικών, σοσιαλιστικών,φεμινιστικών και άλλων κινημάτων, το δικαίωμα ψήφου για ανάδειξη αντιπροσώπων επεκτάθηκε σταδιακά σχεδόν στο σύνολο του πληθυσμού μίας χώρας, με κατάργηση περιορισμών κατώτατου ορίου εισοδήματος, φύλου, καταγωγής κλπ. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η αντιπροσωπευτική σύνθεση που επικράτησε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα στον δυτικό κόσμο και καλείται σήμερα φιλελεύθερη δημοκρατία.
Παρά τη σαφή ιστορική σύνδεση μεταξύ φιλελευθερισμού και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν κάνει την εμφάνισή τους προσπάθειες για εισαγωγή αμεσοδημοκρατικών μέτρων σε πλαίσιο φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς έχουν εκφραστεί φόβοι για την αυξανόμενη επαγγελματοποίηση των εκλεγμένων αντιπροσώπων και αδιαφορία της ευρύτερης κοινωνίας για την πολιτική. Οι προσπάθειες αυτές στοχεύουν στη λεγόμενη συμμετοχική δημοκρατία, αν και συνήθως δεν θεωρείται εφικτή η ευρεία εισαγωγή στοιχείων άμεσης δημοκρατίας σε ένα φιλελεύθερο κράτος. Πολλές χώρες πάντως όπου εφαρμόζεται αντιπροσωπευτική δημοκρατία επιτρέπουν τρεις τύπους πολιτικής δράσης που παρέχουν περιορισμένη πρόσβαση στην άμεση δημοκρατία: νομοθετική πρωτοβουλία (κατόπιν συλλογής υπογραφών), δημοψήφισμα και ανάκληση αιρετών. Τα δημοψηφίσματα μπορούν να παρέχουν τη δυνατότητα για δεσμευτικές αποφάσεις, κατά πόσο δηλαδή ένας νόμος θα απορριφθεί ή όχι. Αυτό δίνει στον λαό ένα αποτελεσματικό μέσο για άσκηση βέτο στη νομοθεσία της κυβέρνησης. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες, που προωθούνται πολλές φορές από τον λαό, εξαναγκάζουν τις κυβερνήσεις στην αναθεώρηση των νόμων και των τροποποιήσεων (συνήθως με ένα δημοψήφισμα που επακολουθεί), χωρίς τη συναίνεση των εκλεγμένων αξιωματούχων και πολλές φορές ενάντια στη θέλησή τους. Οι ανακλήσεις δίνουν στον λαό το δικαίωμα να απομακρύνει εκλεγμένους αξιωματούχους από τη θέση τους πριν από το τέλος της θητείας τους, αν και αυτό είναι πολύ σπάνιο στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Στοιχειώδες παράδειγμα συμμετοχικής δημοκρατίας αποτελεί κατ' ορισμένους η Ελβετία.

Σοσιαλισμός και άμεση δημοκρατία

Η σοσιαλιστική αντίληψη για την άμεση δημοκρατία, όπως διαμορφώθηκε κατά τον 19ο αιώνα, βρίσκεται σε στενή συσχέτιση με την έννοια της εργατικής αυτοδιεύθυνσηςυπό συνθήκες κοινωνικής ιδιοκτησίας και συλλογικής διαχείρισης των μέσων παραγωγής (π.χ. γαίες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις κλπ). Η αυτοδιεύθυνση αυτή πραγματοποιείται μέσα από κατά τόπους συμβούλια εργαζομένων τα οποία λαμβάνουν όλες τις πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις σε κοινοτικό πλαίσιο. Έτσι η σοσιαλιστική αντίληψη για την άμεση δημοκρατία είχε από την πρώτη στιγμή έναν τοπικό και συλλογικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τις σημερινές περί συμμετοχικής δημοκρατίας φιλελεύθερες εισηγήσεις οι οποίες διακρίνονται από πανεθνική εμβέλεια και ευρεία γεωγραφική κλίμακα, ακόμα κι όταν περιλαμβάνουν στοιχεία διοικητικής αποκέντρωσης.

Πλακέτα εις μνήμην των νεκρών της Παρισινής Κομμούνας.
Το πρώτο ιστορικά σημαντικό δείγμα σοσιαλιστικής (σε κάποιον βαθμό) άμεσης δημοκρατίας υπήρξε η βραχύβιαΠαρισινή Κομμούνα του 1871. Εκεί, τα κατά τόπους εργατικά συμβούλια που αυτοδιαχειρίζονταν την παραγωγή και ο λαός του Παρισιού, είχαν εκλέξει με καθολική ψηφοφορία άμεσα ανακλητούς εκπροσώπους για συντονισμό στη γεωγραφική κλίμακα μίας μεγάλης πόλης. Η συνέλευση των εν λόγω εκπροσώπων ήταν ουσιαστικά το δημοτικό συμβούλιο του Παρισιού. Παράλληλα ο μόνιμος στρατός αντικαταστάθηκε από ένοπλες πολιτοφυλακές, οι μισθοί όλων των επαγγελμάτων εξισώθηκαν και ελήφθησαν άμεσα μέτρα υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Την Παρισινή Κομμούνα, αν και αναγνώρισαν σε αυτήν αδυναμίες και διστακτικότητα, περιέγραψαν ως πρωτόλειο μοντέλοδικτατορίας του προλεταριάτου ο Καρλ Μαρξ και ο Βλαντιμίρ Λένιν, ενώ παρόμοια στάση κράτησε και οαναρχοκομμουνιστής Πιοτρ Κροπότκιν. Στο μοντέλο της Παρισινής Κομμούνας κινήθηκαν επίσης τα εργατικά συμβούλια που εμφανίστηκαν κατά τις ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και του 1917, τα σοβιέτ, καθώς και κατά τηνΙσπανική Επανάσταση του 1936.
Εν τω μεταξύ όμως στη μετεπαναστατική Ρωσία, υπό αντίξοες συνθήκες έλλειψης καταναλωτικών αγαθών και εμφυλίου πολέμου, οι Μπολσεβίκοι μέχρι το 1922 είχαν αλλάξει τη δομή και λειτουργία των σοβιέτ, μετατρέποντάς τα κατ' ορισμένους σε εντολοδόχους της κεντρικής κυβέρνησης που, σταδιακά, τέθηκαν υπό τον πλήρη έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το νέο κράτος που προέκυψε, η Σοβιετική Ένωση, ιδρύθηκε ως ένας καινούργιος τύπος αντιπροσωπευτικής αλλά μη φιλελεύθερης δημοκρατίας: μία λαϊκή δημοκρατία. Το γεγονός αυτό οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές (και αργότερα ορισμένοι τροτσκιστές) το επέκριναν δριμύτατα· εκεί εντοπίζεται η οριστική απομάκρυνσή τους από τους λενινιστές. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές σοσιαλιστικές ομάδες και συγγραφείς προσπάθησαν να επανακαθορίσουν τη σχέση μεταξύ σοσιαλισμού, εργατικής αυτοδιεύθυνσης και άμεσης δημοκρατίας, επιχειρώντας ορισμένες φορές να εμβαθύνουν, να διευρύνουν ή να επανοηματοδοτήσουν την τελευταία (π.χ. αναρχοσυνδικαλιστές, αναρχοκομμουνιστές, οι καταστασιακοί, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, ο Τάκης Φωτόπουλος κ.α.).
Μετά την εμφάνιση των νέων κοινωνικών κινημάτων κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, οι σύγχρονες τάσεις του μετααριστερού και εξεγερσιακού αναρχισμού, στο πλαίσιο της ευρύτερης κριτικής τους στον κλασικό σοσιαλισμό και στο εργατικό κίνημα, εν πολλοίς απέρριψαν την άμεση δημοκρατία και άσκησαν κριτική σε αυτήν ως εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα, βασισμένο σε έναν εκ των προτέρων αποδεκτό διαχωρισμό μεταξύ των πολιτικών υποκειμένων ο οποίος κάνει απαραίτητη την ψηφοφορία, εφικτή τη «δικτατορία της πλειοψηφίας» και σχεδόν αδύνατη την πραγματική επαναστατική ανατροπή. Αντιπροτείνουν δίκτυα αυτοτελών συνελεύσεων που λειτουργούν συναινετικάκαι χωρίς αυστηρές δεσμεύσεις δράσης για τις μειοψηφίες, συνήθως όμως με κάποιες πλειοψηφικές δικλείδες ασφαλείας. Η συναίνεση, καταγόμενη σε κάποιον βαθμό από τα γραπτά του Προυντόν και τον αναρχοατομικισμό του 19ου αιώνα, είναι μία παραλλαγή άμεσης δημοκρατίας όπου οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με πλειοψηφική ψηφοφορία, αλλά συνδιαμορφώνονται συμβιβαστικά με βάση τις απόψεις όλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου