Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Το πρώτο «κομμουνιστικό» μπακάλικο της Τουρκίας γίνεται παγκόσμια αλυσίδα

Τα τρόφιμα του Οβατζίκ, που παράγονται τοπικά και με φυσικό τρόπο, είναι μια ιστορία που αφορά κάτι περισσότερο από την υγιεινή διατροφή: έχει σχέση και την πολιτική.


Στις τοπικές εκλογές του 2014, οι ψηφοφόροι του Οβατζίκ, το οποίο μαζί με τα γύρω χωριά έχει πληθυσμό περίπου 8.500 κατοίκων, εξέλεξαν δήμαρχο τον Φατίχ Μεχμέτ Mάτζογλου, πράγμα που τον κάνει το πρώτο και μοναδικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας επικεφαλής αυτοδιοικητικής αρχής. Πιστός στην ιδεολογία του κόμματός του, ο Mάτζογλου έριξε βάρος στην ανάπτυξη της συνεταιριστικής γεωργίας και ξεκίνησε βιολογική καλλιέργεια σε 65 εκτάρια δημόσιας γης με στόχο την παραγωγή φυσικών προϊόντων χωρίς μεσάζοντες και με χαμηλό περιθώριο κέρδους.
Σύντομα, ο συνεταιρισμός της πόλης πωλούσε φασόλια, ρεβίθια και πατάτες που καλλιεργούνται φυσικά χωρίς καμία χημική παρέμβαση, καθώς και μέλι φτιαγμένο από μέλισσες που τρέφονται με τη χλωρίδα του βουνού της περιοχής. Μετά από λίγο, ξεκίνησε ηλεκτρονικές πωλήσεις, φτάνοντας σε ολόκληρη τη χώρα. Τα προϊόντα δημιούργησαν τόσο μεγάλη ζήτηση ώστε ο δήμος αποφάσισε να επεκταθεί και σε άλλες επαρχίες. Νωρίτερα φέτος άνοιξε δύο καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και πρόσφατα άλλα δύο στην Άγκυρα και τη Σμύρνη. Ετοιμάζονται και άλλα στα Άδανα, τη Mερσίνα και την Προύσα.
Ovacık_Doğal-870
Σε συνέντευξή του στην Al-Monitor, ο Mάτζογλου παραθέτει τρεις κύριους λόγους για τη δημοτικότητα των προϊόντων τού Οβατζίκ. «Ο πρώτος είναι η λαχτάρα που αισθάνονται για τα προϊόντα της πατρίδας τους οι μετανάστες από αυτή την περιοχή», είπε. «Δεύτερον, οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να στηρίξουν το δήμο μας επειδή από τα έσοδά μας δίνουμε ενίσχυση σε πάνω από 200 φοιτητές. Αγοράζοντας τα προϊόντα μας, προσφέρουν αλληλεγγύη. Ο τρίτος λόγος είναι η ζήτηση για υγιεινά και ασφαλή τρόφιμα».
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε έναν τέταρτο λόγο: την επαναστατική νοσταλγία μεταξύ των βετεράνων του άλλοτε ρωμαλέου αριστερού κινήματος της Τουρκίας. Πριν από τα εγκαίνια του καταστήματος της Άγκυρας στις 20 Οκτωβρίου, παλαίμαχοι αριστεροί στην πρωτεύουσα προώθησαν ενεργά την εκδήλωση από τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης. Ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο πλήθος συνέρρευσε στην εκδήλωση, αδειάζοντας τα ράφια από την πρώτη μέρα.
Σε μια επίδειξη αλληλεγγύης με άλλους γεωργικούς συνεταιρισμούς, το κατάστημα Οβατζίκ στην Άγκυρα προσφέρει επίσης τρόφιμα από άλλες περιοχές, όπως τσάι, ρύζι, πληγούρι, τυρί, ζυμαρικά, μαρμελάδα και μελάσα.
Ο αριθμός των φοιτητών που επιδοτούνται από τα έσοδα ήταν 78 το 2017, ενώ φέτος αυξήθηκε σε πάνω από 200. Η επαρχία Τούντζελι φημίζεται για τη σημασία που αποδίδουν οι κάτοικοί της στην εκπαίδευση. Το 2016 κατέλαβε την πρώτη θέση ανάμεσα στις 81 επαρχίες της χώρας στον δείκτη εκπαίδευσης του Τουρκικού Στατιστικού Ινστιτούτου, ο οποίος βασίζεται σε δείκτες όπως το ποσοστό πτυχιούχων πανεπιστημίων και η επιτυχία των φοιτητών σε τυποποιημένες εξετάσεις.
Ο Mάτζογλου τόνισε ότι τα προϊόντα του συνεταιρισμού είναι απολύτως φυσικά. «Σπόροι, χώμα, νερό και ήλιος -δεν περιέχουν τίποτε άλλο», είπε στην Al-Monitor.
Ο δήμαρχος εξήγησε: «Όλα τα προϊόντα αναλύονται στο εργαστήριό μας. Πληρούν τις παγκόσμιες προδιαγραφές για τα φυσικά προϊόντα. Μάλιστα, για το μέλι το παγκόσμιο πρότυπο επιτρέπει 6% πρόσθετα όπως λακτόζη, φρουκτόζη και γλυκόζη. Στο δικό μας μέλι, το ποσοστό είναι 0%. Οι μέλισσες συλλέγουν γύρη από 217 διαφορετικά φυτά».
Σε πρόσφατη επίσκεψη στο κατάστημα της Άγκυρας, η Al-Monitor ρώτησε τους πελάτες γιατί επέλεξαν να ψωνίσουν εκεί. Η πιο διαδεδομένη απάντηση ήταν ότι είχαν εμπιστοσύνη πως τα τρόφιμα ήταν υγιεινά.
Για κάποιους, υπήρχε και ένα πολιτικό μήνυμα. «Όσοι έχουν προσπαθήσει να απεικονίσουν τους κομμουνιστές ως άθεους, χωρίς αξίες, πρέπει να έρθουν να ψωνίσουν από εδώ για να δουν πόσο ισχυρή επιχειρησιακή ηθική έχουν. Τα προϊόντα δεν είναι αλλοιωμένα και οι τιμές δεν είναι φουσκωμένες», είπε ο πελάτης Φαχρεττίν Φεττάχογλου.
Εκτός από επιχορηγήσεις σε φοιτητές, δήλωσε ο Mάτζογλου, μέρος των εσόδων χρησιμοποιείται ως στήριξη προς τους αγρότες για να αγοράσουν καύσιμα και σπόρους και ως προνοιακό επίδομα προς τους πιο φτωχούς.
Η φήμη των προϊόντων του Οβατζίκ άρχισε να περνά τα σύνορα. Στα τέλη Οκτωβρίου, ο Mάτζογλου ανακοίνωσε τις πρώτες «δοκιμαστικές αποστολές» περίπου επτά τόνων φασολιών και μελιού στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Οι εξαγωγές μας θα αυξηθούν. Υπάρχει ζήτηση από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία», είπε.
ovacık1
Ο Mάτζογλου διαμορφώνει μια μοναδική φυσιογνωμία στην τουρκική πολιτική. Δεν έχει επίσημο αυτοκίνητο, λαμβάνει μισθό χαμηλότερο από εκείνο των εργαζομένων του και συμμετέχει προσωπικά στη συγκομιδή.
Ο δήμαρχος, ο οποίος κέρδισε τις εκλογές του 2014 στο Οβατζίκ με το 36,1% των ψήφων, έχει θέσει έναν πιο φιλόδοξο στόχο για τις επικείμενες δημοτικές εκλογές. Στις 11 Νοεμβρίου δήλωσε ότι θα κατέβει υποψήφιος για το δήμο του Τούντζελι, της πρωτεύουσας της επαρχίας, στις εκλογές που προγραμματίζονται για τον Μάρτιο.
Η επιτυχία του συνεταιρισμού του Οβατζίκ έρχεται σε συνθήκες κατακόρυφης ανόδου του πληθωρισμού στην Τουρκία, με κατακόρυφη άνοδο στις τιμές των τροφίμων λόγω σημαντικών προβλημάτων στον αγροτικό τομέα της χώρας. Καθώς οι τιμές ορισμένων βασικών ειδών διατροφής αυξήθηκαν κατά 100% και πλέον μέσα σε ένα χρόνο, η Άγκυρα κατηγορεί τους μεσάζοντες και διερευνά επιλογές για μια άμεση διεπαφή μεταξύ αγροτών και αγοράς. Το μοντέλο του Οβατζίκ προσφέρει μια πηγή έμπνευσης.
Ο Mehmet Cetingulec είναι Τούρκος δημοσιογράφος με 34 χρόνια επαγγελματικής πείρας, από τα οποία τα 23 με τον όμιλο μέσων ενημέρωσης Sabah. Τα τελευταία εννέα χρόνια είναι επικεφαλής στο γραφείο Άγκυρας της εφημερίδας Takvim. Έχει εκδώσει δύο βιβλία.

Ο ΙΣΛΑΜ ΙΣΜΟΣ 
Αν ήσουν μουσουλμάνος και ζούσες στο Κάιρο, το Καράτσι ή την Ντάκα τις δεκαετίες πριν το 1950, ήσουν Βρετανός υπήκοος. Αν ζούσες στην Τύνιδα, στο Αλγέρι ή τη Βηρυτό, ήσουν Γάλλος υπήκοος· στη Τζακάρτα, η ταυτότητά σου ήταν ολλανδική. Το μόνο στοιχείο που ένωνε τον μουσουλμανικό κόσμο (αν και η ιδέα ότι υπήρχε κάποιος ξεχωριστός «μουσουλμανικός κόσμος» είχε τελείως ξεχαστεί) ήταν η αποικιοποίηση. Για σχεδόν δύο αιώνες, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που πίστευαν στο Ισλάμ ήταν πολίτες χωρών υπό τον έλεγχο μακρινών, κυρίως ευρωπαϊκών δυνάμεων. Μερικοί από τους πολίτες αυτούς ήταν νομιμόφρονες και ικανοποιημένοι, αλλά πολλοί ήταν δυσαρεστημένοι.
Η δυσαρέσκειά τους αυτή εκφράστηκε κυρίως με τον εθνικισμό. Όποτε μουσουλμάνοι διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στον βρετανικό, το γαλλικό ή τον ολλανδικό ιμπεριαλισμό, συνήθως το έκαναν αγωνιζόμενοι για εθνική ανεξαρτησία και για μια εθνική –όχι θρησκευτική- ταυτότητα. Όταν η ανεξαρτησία ήρθε, τον έλεγχο των μετααποικιακών εθνών τον ανέλαβαν οι εθνικιστές αγωνιστές, στηριγμένοι άλλοτε από το στράτευμα και άλλοτε από λαϊκιστικά και σοσιαλιστικά κινήματα, και επέβαλαν στους υπηκόους τους μια νέα αυστηρή μορφή πατριωτισμού. Ο νέος αυτός πατριωτισμός περιλάμβανε σημαίες, εθνικούς ύμνους, στρατιωτικές παρελάσεις, και ανάρτηση μιας μεγάλης φωτογραφίας του ηγέτη σε κάθε δωμάτιο. Επίσης περιλάμβανε τη βίαιη καταστολή δυνάμει πολιτικών αντιπάλων, που συχνά ήταν κληρικοί του Ισλάμ.
Οι νέοι ηγέτες των πρώην αποικιών παρέμειναν στην εξουσία επί πολύ καιρό, συνήθως χωρίς δημοκρατία. Βασίστηκαν σε χρηματοδοτήσεις από τις υπερδυνάμεις του ψυχρού πολέμου και στην εκμετάλλευση φυσικών πόρων για να διατηρήσουν τη στήριξη του λαού τους. Αρπάχτηκαν από τις μεγάλες ιδεολογίες της εποχής: ο σοσιαλισμός, ο κολλεκτιβισμός, ο εκσυγχρονισμός και αργότερα η οικονομική φιλελευθεροποίηση επιστρατεύτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν όλα από τους ισχυρούς άνδρες των μουσουλμανικών χωρών, έτσι ώστε, προς το τέλος του εικοστού αιώνα, οι λαοί των χωρών αυτών έτειναν να συνδέουν τις ιδέες αυτές, καθώς και τη γενικότερη ιδέα του κοσμικού κράτους, με τους δικτάτορές τους.
Εάν ζούσες στο Κάιρο στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οι λέξεις «φιλελεύθερος», «δυτικός», «αγορά» και «κοσμικότητα» –τις οποίες επαναλάμβαναν διαρκώς οι άνδρες που η εικόνα τους βρισκόταν σε κάθε τοίχο- ήταν πηγές οργής. Οι μετααποικιακοί ηγέτες της Αιγύπτου, και καμιάς εικοσιπενταριάς χωρών της περιοχής, είχαν κρατήσει τους λαούς τους σε κατάσταση ημι-ανάπτυξης επί τρεις γενιές. Παρά τους πλούσιους πόρους τους, τα αραβικά κράτη μεταξύ 1980 και 2004 είχαν ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 0,5%, έναν από τους χειρότερους παγκοσμίως.
Μία από τις ελάχιστες μορφές αντιπολίτευσης που δεν είχε τελείως απαξιωθεί όπως ο εθνικισμός, ήταν η θρησκευτική. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι είχαν υποστεί τόση καταστολή, απαγόρευση, φυλάκιση και βασανιστήρια, που φάνταζαν ως οι μόνοι απαλλαγμένοι από την κηλίδα της διαφθοράς. Εκτός τούτου, ήταν συχνά οι μόνοι που παρείχαν πρόνοια, εκπαίδευση και νοσοκομεία στις παραγκουπόλεις όπου ζούσαν εκατομμύρια στο μουσουλμανικό κόσμο. Έτσι, όταν οι Άραβες ψηφοφόροι, μετά τις εξεγέρσεις του 2011, συνέρρευσαν στις κάλπες για να υπερψηφίσουν ισλαμικά και σαλαφιστικά κόμματα, δεν εξέφραζαν μια επιστροφή στις αξίες κάποιου προηγούμενου αιώνα, αλλά στρέφονταν προς την πιο πειστική και αξιόπιστη φωνή εκσυγχρονισμού και ενσωμάτωσης που μπορούσαν να βρουν.

Η ιδιωτικοποίηση της θρησκείας
Μια βαθιά εξέλιξη λαμβάνει χώρα κάτω από την επιφάνεια αυτού του θρησκευτικο-πολιτικού δράματος. Η κυρίαρχη δύναμη στις περισσότερες μουσουλμανικές χώρες σήμερα δεν είναι η ισλαμική πίστη, αλλά μάλλον ο εκσυγχρονισμός της οικογενειακής και προσωπικής ζωής και η απομάκρυνσή της από την παράδοση. Αυτό ισχύει ακόμα και σε χώρες που κυβερνώνται από ισλαμιστές. Κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί σε όλο τον κόσμο υπέστησαν όλους τους προσωπικούς και συμπεριφορικούς μετασχηματισμούς που στην Ευρώπη συνδέουμε με το Διαφωτισμό. Υπήρξε μία υπερταχεία δημογραφική μετάβαση –για παράδειγμα, στο Ιράν ο μέσος όρος των 7 παιδιών ανά οικογένεια που ίσχυε το 1980 έχει γίνει 1,7 σήμερα- και ταυτόχρονα μαζική αστικοποίηση, αύξηση του αλφαβητισμού και της εκπαίδευσης (ιδίως των γυναικών) και μία άνοδος της μέσης ηλικίας γάμου για τις γυναίκες (28 χρόνια σήμερα στο Ιράν, ενώ το 1979 ήταν 13). Πίσω απ’ όλα αυτά είναι μία νέα κουλτούρα, ακόμα και για τα πιο φτωχά στρώματα, βασισμένη στον ατομικισμό. Η προσωπική ζωή, ακόμη και για τους πιο ευσεβείς, δεν ρυθμίζεται σιωπηρά από θρησκευτικές παραδόσεις, αλλά όλο και περισσότερο νοείται ως προσωπική επιλογή. Οι άνθρωποι επιλέγουν τη θρησκεία ως κάτι το οποίο επικαλούνται προσωπικά ή πολιτικά επειδή δεν είναι πλέον τόσο συνολικό που να καθορίζει την κάθε πτυχή της ζωής τους.
Ο Γάλλος μελετητής του Ισλάμ Ολιβιέ Ρουά περιγράφει αυτό το φαινόμενο με τον όρο «απο-πολιτιστικοποίηση της θρησκείας»: η πίστη δεν είναι πλέον η μόνη καθοδηγητική δύναμη στην κουλτούρα, αλλά απλώς σημάδι προσωπικής ταυτοποίησης και πολιτική επιλογή. Η θρησκεία μπορεί να γίνεται πιο συντηρητική και επιτακτική, αλλά δεν είναι πλέον καθολική και υπεράνω αμφισβήτησης. «Ο φονταμενταλισμός και η εξατομίκευση μπορούν να πηγαίνουν μαζί, πράγμα που εξηγεί γιατί ένα δημοκρατικό κίνημα μπορεί να ξεπηδήσει μέσα από ένα κύμα ‘επαν-εξισλαμισμού’», γράφει. «Είναι το νέο πρωτείο του ατομικού, όχι μία φιλελεύθερη θρησκευτική μεταρρύθμιση που επιτρέπει στη νέα γενιά να συνδυάζει πίστη και δημοκρατία». Aν οι ηγέτες των Αδελφών Μουσουλμάνων συχνά θυμίζουν Αμερικανούς χριστιανούς πολιτικούς όπως ο Ρικ Σαντόρουμ και ο Νιουτ Γκίνγκριτς, η ομοιότητα δεν είναι απλώς επιφανειακή: και οι μεν, και οι δε είναι μέρος μιας κίνησης απομάκρυνσης από την πίστη ως μια κοινωνική δύναμη που περικλείει τα πάντα, προς μια κατάσταση όπου η πίστη γίνεται πολιτική επιλογή, μέρος μιας πολιτιστικά συντηρητικής κίνησης ανάμεσα σε άλλες δυνατές τοποθετήσεις.
«Οι απόπειρες να πολιτικοποιηθεί η θρησκεία καταλήγουν πάντα να την εκκοσμικεύουν», γράφει ο Ρουά, «επειδή έτσι η θρησκεία ανακατώνεται στην καθημερινή άσκηση της πολιτικής και επειδή προϋποθέτει ταυτόχρονα αφοσίωση από κάθε πρόσωπο και ατομική ελευθερία. Η πολιτική θρησκεία απλούστατα διχάζεται ανάμεσα σε δύο επιταγές: μη πίστη δεν νοείται, αλλά η πίστη μπορεί να είναι μόνο ατομική· μια συλλογική πίστη είναι αδιανόητη, ενώ προηγουμένως υπήρχε ένα συλλογικό σύστημα κανόνων. Η πολιτική θρησκεία λειτουργεί με βάση την αρχή ότι ο καθένας πρέπει να είναι πιστός, αλλά δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτή την πίστη, και γι’ αυτό πρέπει να επιβάλλει μία συμμόρφωση περιορισμένη στις εξωτερικές εκδηλώσεις, πράγμα που μετά την εμποδίζει να παρουσιάζεται ως η έκφραση μιας πεποίθησης την οποία συμμερίζεται μία ολόκληρη κοινότητα … Η εκκοσμίκευση γεννά θρησκεία. Αυτό που παρατηρούμε δεν είναι μία επιστροφή της θρησκείας, αλλά ένας μετασχηματισμός. Ο μετασχηματισμός αυτός είναι πιθανότατα προσωρινός: δεν θα οδηγήσει απαραίτητα σε μία νέα εποχή πίστης». Όπως και οι φονταμενταλιστές χριστιανοί πολιτικοί στις ΗΠΑ, η ισλαμική θρησκευτική πολιτική είναι κάτι που έρχεται και φεύγει, ή γίνεται εντονότερη σε μεταβατικές περιόδους. Δεν είναι όμως πλέον μία αναπόφευκτη και καθοριστική πτυχή της κοινωνίας γύρω της.
Τα ισλαμιστικά κόμματα που ενισχύονται δεν αποτελούν αντιστροφή αυτού του νέου ατομικισμού, αλλά μάλλον προϊόν του. Όταν το Ισλάμ ήταν αδιαμφισβήτητη κατευθυντήρια δύναμη της οικογενειακής και προσωπικής ζωής, η ύπαρξη ισλαμιστικών κομμάτων θα ήταν αδιανόητη και περιττή. Τα κόμματα αυτά ξεπήδησαν ως απάντηση στη στροφή του Ισλάμ προς την αγορά των ιδεών. Για πρώτη φορά, το Ισλάμ ήταν κάτι που ο άνθρωπος επιλέγει. Το τίμημα είναι ότι έτσι έγινε μία ανάμεσα σε πολλές επιλογές. «Η θεμελιώδης αντίφαση του ισλαμισμού», γράφουν οι Γάλλοι δημογράφοι Γιουσέφ Κουρμπάζ και Εμμανυέλ Τοντ, «είναι ότι οι ηγέτες του αυτοθεωρούνται ως θεματοφύλακες μιας παράδοσης, ενώ το λαϊκό κύμα πίσω τους είναι αποτέλεσμα μίας εκσυγχρονιστικής νοητικής επανάστασης. Η πολιτική νίκη συνοδεύεται αναπόφευκτα από πολιτιστική ήττα». Mε άλλα λόγια, εισβάλλοντας στον ενδεχομενικό και ριψοκίνδυνο κόσμο της πολιτικής, το Ισλάμ δεν μπορεί ποτέ ξανά να ιδωθεί ως κάτι αναπόφευκτο και αδιαμφισβήτητο.
Στις χώρες που ήδη έχουν θρησκευτικές κυβερνήσεις, παρατηρείται μια «ιδιωτικοποίηση της θρησκείας»: από κει που ήταν η μόνη κυβερνώσα δύναμη στην κοινωνία, η θρησκεία μεταστρέφεται σε κάτι που οι πιστοί της συνειδητά επιλέγουν και επικαλούνται ως πηγή ταυτότητας, αλλά δεν είναι αυτό το κύριο εργαλείο που χρησιμοποιούν για να κάνουν προσωπικές και πολιτικές επιλογές. Στην Τουρκία, μια δεκαετία διακυβέρνησης από ένα κόμμα πιστών το οποίο κάποιοι θεωρούν ισλαμιστικό συνοδεύτηκε από μία βαθιά αλλαγή στις δημόσιες πεποιθήσεις, σύμφωνα με μεγάλης κλίμακας έρευνες που διεξήγαγε το Τουρκικό Ίδρυμα Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών. Eνώ το ποσοστό όσων δηλώνουν «πρώτα μουσουλμάνοι και μετά Τούρκοι» ανέβηκε από 36% του πληθυσμού το 1999 σε 45% το 2006, όσοι λένε ότι «δεν θέλουν να ζήσουν ποτέ σε ισλαμικό κράτος» ανέβηκε από 58% σε 76% το ίδιο διάστημα, ενώ η δημοτικότητα δημόσιων θρησκευτικών επιδείξεων όπως η μαντίλα υποχώρησε. Στο Ιράν σημειώθηκε μία ακόμα πιο δραματική μεταβολή: μεγάλης κλίμακας έρευνες του Αμίρ Νικπέυ και του Φαρχάντ Χοσροχαβάρ βρήκαν ότι οι Ιρανοί στην Τεχεράνη και στην ιερή πόλη Κομ έχουν γίνει βαθιά αντίθετοι προς τη θρησκευτική πολιτική και την ιδέα ενός ισλαμικού κράτους και βλέπουν τη θρησκεία ως ζήτημα προσωπικής έκφρασης.
Επίσης, η ισλαμιστική στιγμή στον αραβικό κόσμο φαίνεται να επέφερε θεαματική πτώση της υποστήριξης προς τον βίαιο τζιχαντιστικό ριζοσπαστισμό τύπου Αλ Κάιντα, διότι οι ίδιοι μουσουλμάνοι της μεσαίας τάξης που είχαν στραφεί προς το τζιχαντισμό ως αντίδραση προς την καταστολή του πολιτικού ισλαμισμού, επέστρεψαν τώρα στο κύριο ρεύμα της πολιτικής σφαίρας. Μια δημοσκόπηση έδειξε ότι η υποστήριξη προς τον Οσάμα Μπιν Λάντεν ως λαϊκό ήρωα, την επαύριο των αραβικών ανοίξεων του 2011, είχε πέσει κατά 40% στην Ιορδανία και την Παλαιστίνη και κατά 20% στην Αίγυπτο.
Το Σεπτέμβριο του 2011 μίλησα με τον Ουσάμα Ρούσντι, έναν Αιγύπτιο πρώην τζιχαντιστή και ιδρυτή της ομάδας που δολοφόνησε τον Ανουάρ Σαντάτ. «Όταν είσαι πολιτικά μπλοκαρισμένος, διαμορφώνεις αλλιώς τη στάση σου», μου είπε. «Νιώθεις ότι μόνη διέξοδος είναι η βία, και ότι εχθροί σου είναι όσοι στηρίζουν το καθεστώς που σε δολοφονεί». Ούτως ή άλλως οι τζιχαντιστές, ακόμη και εκείνοι που έκαναν τις επιθέσεις της 9/11, ποτέ δεν επεδίωκαν να επιβάλουν το Ισλάμ σε άλλες χώρες. Στόχος τους ήταν να διώξουν μη ισλαμικές δυνάμεις και επιρροές από αυτό που θεωρούσαν ως «ισλαμικό κόσμο», ώστε να είναι καθαρός. Τώρα είναι ελεύθεροι να αγωνιστούν για αυτή την καθαρότητα στην εκλογική αρένα, και θα πρέπει να διατηρήσουν τη στήριξη ψηφοφόρων που αναμένουν από αυτούς μια καλύτερη ζωή, όχι διακηρύξεις ευσέβειας.
Μολονότι τα ισλαμιστικά κόμματα είναι μια λιγότερο βίαιη επιλογή και αντιπροσωπεύουν μία παροδική πολιτική στιγμή, ασφαλώς δεν είναι κάτι ευοίωνο και χαρμόσυνο. Εκπροσωπούν αντιδραστικές, καταπιεστικές, μισαλλόδοξες και αντισημιτικές δυνάμεις, σε μια στιγμή που οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής κάθε άλλο παρά αυτό χρειάζονται. Δεν θα έπρεπε να ευχόμαστε σε κανέναν τέτοιου είδους κόμματα. Δεν είναι όμως ένδειξη ενός κατακτητικού Ισλάμ, όχι περισσότερο απ’ ό,τι η εκλογή ενός ευαγγελικού ρεπουμπλικανού προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2000 σήμανε ότι ο χριστιανισμός επεκτείνεται –ή ότι οι Αμερικανοί μετανάστες είναι ύποπτοι.
Oι μουσουλμάνοι στα αραβικά κράτη στη φάση αυτή ψηφίζουν συντηρητικά κόμματα. Αλλά επίσης επιλέγουν ολοένα και περισσότερο να καταφεύγουν στον έλεγχο των γεννήσεων, να ξεφεύγουν από το στενό μαρκάρισμα του σογιού, να εκπαιδεύουν τις κόρες τους, να έρχονται σε επαφή με πιο φιλελεύθερες μορφές κουλτούρας και επικοινωνίας, να απαιτούν εκλογές. Αυτοί είναι οι σημαντικοί μετασχηματισμοί· τα συντηρητικά κόμματα είναι απλώς το σύμπτωμα. «Οι Δυτικοί εύκολα ξεχνάνε ότι οι δικές τους δημογραφικές μεταβάσεις σημαδεύτηκαν από πολλές αναταράξεις και βία», γράφουν οι Κουρμπάζ και Τοντ (ό.π.). «Οι συσπάσεις που τώρα βλέπουμε να συμβαίνουν στο μουσουλμανικό κόσμο μπορούν να γίνουν αντιληπτές όχι ως εκδηλώσεις κάποιας ριζικής ετερότητας, αλλά μάλλον ως τα κλασικά συμπτώματα ενός αποπροσανατολισμού χαρακτηριστικού σε μεταβατικές περιόδους … Ο ιστορικός νόμος που συνδέει τις θρησκευτικές κρίσεις με πτώση της γονιμότητας δείχνει ότι ο ισλαμισμός είναι μία στιγμή και όχι το τέλος της ιστορίας, και ότι αυτό που διακρίνεται στον ορίζοντα μετά απ’ αυτόν είναι η πολύ πιθανή τελική διαμόρφωση ενός απο-ισλαμισμένου μουσουλμανικού κόσμου, όπως υπάρχει ήδη ένας απο-χριστιανισμένος χριστιανικός κόσμος και ένα βουδιστικό αντίστοιχο. Ο φονταμενταλισμός είναι μόνο μία μεταβατική πτυχή της εξασθένησης της θρησκευτικής πίστης».
Οι κουλτούρες στις χώρες της Μέσης Ανατολής με μουσουλμανική πλειονότητα, αφού είχαν παγιδευτεί σε οικονομικό τέλμα και πολιτικό αυταρχισμό επί γενεές ολόκληρες, βρίσκονται τώρα σε ταχύ μετασχηματισμό, προωθημένο από ένα κύμα εκσυγχρονισμού που επί καιρό είχε καθυστερήσει αλλά τελικά ήταν αδύνατο να αποτραπεί. Τα άμεσα πολιτικά αποτελέσματα αυτού του μετασχηματισμού δεν θα είναι κατ’ ανάγκην ευεργετικά ή σταθερά· πιθανόν να προκαλέσουν μια αμυντική πολιτική ταυτότητας που να κρατήσει χρόνια. Δείχνουν όμως ότι οι μουσουλμανικές κοινωνίες δεν είναι αμετάβλητοι τόποι, όπου οι συμπεριφορές και οι πρακτικές διέπονται από αρχαίες θρησκευτικές παραδόσεις. Βρίσκονται σε ροή. Οι μοίρες τους τώρα εξαρτώνται από τις ανταγωνιστικές επιλογές εκατό εκατομμυρίων ατόμων, όχι από δικτάτορες. Και αν οι κουλτούρες σε αυτές τις χώρες καταγωγής μπορούν να αλλάζουν τόσο δραματικά και τόσο διαρκώς, τότε οι μετανάστες που έρχονται από κει δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται φορείς που εισάγουν μία αμετάβλητη και ξένη κουλτούρα –εκτός εάν εμείς τους υποχρεώσουμε σε αυτό το ρόλο.
saunders_

[1] Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα κεφάλαιο από το βιβλίο Doug Saunders, The Myth of the Muslim Tide: Do Immigrants Threaten the West? [O μύθος της ισλαμικής πλημμυρίδας. Απειλούν οι μετανάστες τη Δύση;], Knopf Canada 2012 (σ. 150-157). O τίτλος του κεφαλαίου στο πρωτότυπο ήταν «The privatization of religion». Επειδή ο τίτλος αυτός εκτός πλαισίου δεν θα ήταν αντιληπτός, προτιμήθηκε ο παραπάνω ο οποίος δεν απαντά αυτολεξεί στο κείμενο αλλά πιστεύω ότι αποδίδει το νόημα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου